κακιότερος: Difference between revisions

From LSJ

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source
(18)
(2b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κακιότερος]], -α, -ον (Α)<br />[[κακίων]], πιο [[κακός]], [[χειρότερος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Προήλθε πιθ. με συμφυρμό τών τ. [[κακίων]] και [[κακώτερος]]].
|mltxt=[[κακιότερος]], -α, -ον (Α)<br />[[κακίων]], πιο [[κακός]], [[χειρότερος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Προήλθε πιθ. με συμφυρμό τών τ. [[κακίων]] και [[κακώτερος]]].
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκῑότερος:''' Anth. compar. к [[κακός]].
}}
}}

Revision as of 22:24, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1298] compar. zu κακός, von κακίων gebildet, Strat. 6 (XII, 7).

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκῑότερος: μεταγεν. ποιητ. τύπος τοῦ συγκρ. κακίων, Ἀνθ. Π. 12. 7.

Greek Monolingual

κακιότερος, -α, -ον (Α)
κακίων, πιο κακός, χειρότερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Προήλθε πιθ. με συμφυρμό τών τ. κακίων και κακώτερος].

Russian (Dvoretsky)

κᾰκῑότερος: Anth. compar. к κακός.