καταβιβάζω: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
(5)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταβῐβάζω:''' μέλ. Αττ. <i>-βιβῶ</i>, μτβ. του [[καταβαίνω]]·<br /><b class="num">1.</b> κάνω [[κάτι]] να κατέβει, [[κατεβάζω]] [[κάτι]], σε Ηρόδ., Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> [[κατεβάζω]] [[κάτι]] με τη [[χρήση]] βίας, σε Ξεν.
|lsmtext='''καταβῐβάζω:''' μέλ. Αττ. <i>-βιβῶ</i>, μτβ. του [[καταβαίνω]]·<br /><b class="num">1.</b> κάνω [[κάτι]] να κατέβει, [[κατεβάζω]] [[κάτι]], σε Ηρόδ., Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> [[κατεβάζω]] [[κάτι]] με τη [[χρήση]] βίας, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''καταβιβάζω:''' <b class="num">1)</b> сводить вниз (τὸν Κροῖσον ἀπὸ τῆς πυρῆς Her.): κ. τινὰ ἐκ τοῦ καταστρώματος εἰς κοίλην [[νῆα]] Her. заставить кого-л. спуститься с палубы во внутреннюю часть корабля; κ. τὰ βοσκήματα ἐκ τῶν [[ὀρῶν]] Xen. сгонять с гор стада;<br /><b class="num">2)</b> отгонять, оттеснять (τὸ [[στρατόπεδον]] ἐς τὸ ὁμαλὸν ἀπὸ τῆς ἀκρωνυχίας Xen.);<br /><b class="num">3)</b> смещать, передвигать, переносить (τὴν πόλιν πρὸς τὴν θάλατταν Plut.);<br /><b class="num">4)</b> сводить, приводить (λόγον ἐπί τι Luc.);<br /><b class="num">5)</b> сталкивать (вниз), низвергать ([[ἕως]] τοῦ Ἃιδου καταβιβάζεσθαι NT).
}}
}}

Revision as of 22:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβῐβάζω Medium diacritics: καταβιβάζω Low diacritics: καταβιβάζω Capitals: ΚΑΤΑΒΙΒΑΖΩ
Transliteration A: katabibázō Transliteration B: katabibazō Transliteration C: katavivazo Beta Code: katabiba/zw

English (LSJ)

causal of καταβαίνω,

   A make to go down, bring down, τινὰ ἀπὸ τῆς πυρῆς Hdt.1.87, cf. 86; τοὺς ἐκ τοῦ καταστρώματος ἐς κοίλην νέα Id.8.119; στρατιώτας . . εἰς τὴν Χώραν τῶν Φρυγῶν Hell.Oxy. 16.3; τὴν πόλιν πρὸς τὴν θάλασσαν Plu.Them.4; bring from town to country, Id.Cam.10; down into a mine, Th.7.86, Plu.2.262d: metaph., bring down, lower, κ. σεαυτὸν ἀπὸ αὐχημάτων εἰς τὸ δημοτικώτερον D.H.7.45:—Pass., κωμῳδία -βιβασθεῖσα εἰς τὸ λογοειδές Str.1.2.6.    2 force to come down, εἰς τὸ ὁμαλὸν τὸ στρατόπεδον X.HG4.6.7, cf. Th.5.65; drive away, Hp.Prorrh.1.143.    II bring down, τὴν διήγησιν ἐπὶ τὴν ἀρχὴν τοῦ πρώτου Φοινικικοῦ πολέμου D.H.1.8; τὸν λόγον ἐπὶ τὰ νῦν καθεστῶτα Luc.Rh.Pr.20.    III bring down the accent, i.e. throw it forward, A.D.Synt.213.16, EM774.34.    IV Astron., ὁ -βιβάζων (sc. σύνδεσμος) the descending node, Vett.Val.30.6, Procl.Hyp.5.101.

Greek (Liddell-Scott)

καταβῐβάζω: μέλλ. Ἀττ. -βιβῶ, μεταβ. ἐνεργείας τοῦ καταβαίνω, καταβιβάζω, κοινῶς «καταιβάζω», καταβιβάσας τὸν Κροῖσον ἀπὸ τῆς πυρῆς Ἡρόδ. 1. 87, πρβλ. 86· τοὺς ἐκ τοῦ καταστρώματος ἐς κοίλην νῆα ὁ αὐτ. 8. 118· τὴν πόλιν πρὸς τὴν θάλατταν Πλουτ. Θεμιστ. 4· ὁδηγῶ ἔξω τῆς πόλεως, «καταβαβάζεσθαι ὑπὸ τοῦ διδασκάλου παῖδας περὶ τὰ τείχη περιπατήσοντας καὶ γυμνασομένους» ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλ. 10· εἰς μεταλλεῖον, ὁ αὐτ. 2. 262E· -μεταφ., καταβίβασον ἀπὸ τῶν ὑπερηφάνων… αὐχημάτων… σεαυτὸν ἐπὶ τὸ δημοτικὸν Διον. Ἁλ. 7. 45. 2) ἀναγκάζω τι νὰ καταβῇ, κατεβίβασαν δὲ εἰς τὸ ὁμαλὸν τὸ στρατόπεδον Ξεν. Ἑλλ. 4. 6, 7· κάμνω τι νὰ καταβῇ, κινῶ, καταβιβάζειν τὰ γυναικεῖα Ἱππ. 80Β. ΙΙ. φέρω ὀπίσω, ἐπαναφέρω, καταβιβάζω τὴν διήγησιν ἐπὶ τὴν ἀρχὴν τοῦ… πολέμου Διον. Ἁλ. 1. 8. ΙΙΙ. ἐν τῇ γραμματ. περὶ τοῦ τόνου, καταβιβάζω αὐτὸν ἐκ τῆς προπαραληγούσης εἰς τὴν παραλήγουσαν ἢ λήγουσαν, ὡς π.χ. ἄγγελος, ἀγγέλου, θρέψασαι, θρεψασῶν, ἢ ἐκ τῆς παραληγούσης εἰς τὴν λήγουσαν, λαβοῦσαι, λαβουσῶν, Ἀπολλών. περὶ Συντάξ. 213, Ἐτυμολ. Μ. 774. 33, κτλ. IV. ἐπὶ τῶν ὠνίων, καταβιβάζω τὴν τιμήν, Σωκράτ. 424Β.

French (Bailly abrégé)

ao. κατεβίβασα;
1 faire descendre : τινα ἀπό τινος qqn de qqe endroit ; τινα ἔκ τινος ἔς τι qqn d’un lieu dans un autre ; πόλιν πρὸς τὴν θάλατταν PLUT prolonger une ville en la faisant descendre jusqu’à la mer;
2 faire descendre de force, repousser : τὸ στράτευμα εἰς τὸ ὁμαλόν XÉN l’armée dans la plaine;
3 p. anal. ramener en arrière, faire reculer : λόγον ἐπί τι ramener son discours à un certain point.
Étymologie: κατά, βιβάζω.

English (Strong)

from κατά and a derivative of the base of βάσις; to cause to go down, i.e. precipitate: bring (thrust) down.

English (Thayer)

1future passive καταβιβασθήσομαι; to cause to go down (Herodotus 1,87; Xenophon, Cyril 7,5, 18; the Sept. several times for הורִיד; to bring down, to cast down, thrust down: passive, ἕως ᾅδου (see ᾅδης, 2), R G T; Tr marginal reading WH text καταβήσῃ (which see 3)); εἰς ᾅδου, Ezekiel 31:16.

Greek Monolingual

καταβιβάζω)
βλ. κατεβάζω.

Greek Monotonic

καταβῐβάζω: μέλ. Αττ. -βιβῶ, μτβ. του καταβαίνω·
1. κάνω κάτι να κατέβει, κατεβάζω κάτι, σε Ηρόδ., Πλούτ.
2. κατεβάζω κάτι με τη χρήση βίας, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

καταβιβάζω: 1) сводить вниз (τὸν Κροῖσον ἀπὸ τῆς πυρῆς Her.): κ. τινὰ ἐκ τοῦ καταστρώματος εἰς κοίλην νῆα Her. заставить кого-л. спуститься с палубы во внутреннюю часть корабля; κ. τὰ βοσκήματα ἐκ τῶν ὀρῶν Xen. сгонять с гор стада;
2) отгонять, оттеснять (τὸ στρατόπεδον ἐς τὸ ὁμαλὸν ἀπὸ τῆς ἀκρωνυχίας Xen.);
3) смещать, передвигать, переносить (τὴν πόλιν πρὸς τὴν θάλατταν Plut.);
4) сводить, приводить (λόγον ἐπί τι Luc.);
5) сталкивать (вниз), низвергать (ἕως τοῦ Ἃιδου καταβιβάζεσθαι NT).