κληρονόμημα: Difference between revisions
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κληρονόμημα:''' -ατος, τό, [[κληρονομιά]], σε Λουκ. | |lsmtext='''κληρονόμημα:''' -ατος, τό, [[κληρονομιά]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κληρονόμημα:''' ατος τό наследие, наследство Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A inheritance, Luc.Tyr.6.
German (Pape)
[Seite 1451] τό, das durchs Loos Zugetheilte, die Erbschaft, Luc. Tyrannicid. 6 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κληρονόμημα: τό, κληρονομία, Λουκ. Τυρανν. 6, Κλήμ. Ἀλ. 879.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
héritage.
Étymologie: κληρονομέω.
Greek Monolingual
το (Α κληρονόμημα) κληρονομώ
η κληρονομία, αυτό που κληρονομεί κάποιος.
Greek Monotonic
κληρονόμημα: -ατος, τό, κληρονομιά, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
κληρονόμημα: ατος τό наследие, наследство Luc.