κύπερος: Difference between revisions

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κύπερος:''' ὁ, πιθ. Ιων. αντί [[κύπειρος]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''κύπερος:''' ὁ, πιθ. Ιων. αντί [[κύπειρος]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κύπερος:''' ὁ Her., Plut. = [[κύπειρον]].
}}
}}

Revision as of 23:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠπερος Medium diacritics: κύπερος Low diacritics: κύπερος Capitals: ΚΥΠΕΡΟΣ
Transliteration A: kýperos Transliteration B: kyperos Transliteration C: kyperos Beta Code: ku/peros

English (LSJ)

ὁ, Ion. for κύπειρος,

   A Cyperus rotundus, Hp.Nat.Mul.58, Hdt.4.71: also in later Gr., Dsc.1.4, Plu.2.383e, Gal.12.54, PSI6.718.4 (iv/v A.D.).    II κ. ἕτερος turmeric, Curcuma longa, Dsc.1.5.

German (Pape)

[Seite 1534] ὁ, ion. = κύπειρος; bei Her. 4, 71 eine gewürzige Pflanze, mit welcher die Scythen ihre Könige einbalsamirten.

Greek (Liddell-Scott)

κύπερος: ὁ, πιθαν. Ἰων. ἀντὶ κύπειρος, Ἡρόδ. 4. 71, ― ἔνθα λέγεται ὅτι εἶναι ἀρωματικόν τι φυτὸν ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Σκύθαις πρὸς ταρίχευσιν («βαλσάμωμα»), πρβλ. Πλούτ. 2. 383Α.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
ion. c. κύπειρος.

Greek Monolingual

(I)
κύπερος, ὁ (Α)
ιων. τ. βλ. κύπερη.———————— (II)
ο
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη κυπερώδη, οικογένεια κυπερίδες, από τα οποία γνωστότερα είναι ο Cyperus papyrus, ο πάπυρος τών αρχαίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειοι λ., πρβλ. αγγλ. cyperus < λατ. cyperos < κύπειρος.

Greek Monotonic

κύπερος: ὁ, πιθ. Ιων. αντί κύπειρος, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

κύπερος: ὁ Her., Plut. = κύπειρον.