λιπαρόζωνος: Difference between revisions

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῐπᾰρόζωνος:''' -ον ([[ζώνη]]), αυτός που έχει [[λαμπρή]] [[ζώνη]], σε Ευρ.
|lsmtext='''λῐπᾰρόζωνος:''' -ον ([[ζώνη]]), αυτός που έχει [[λαμπρή]] [[ζώνη]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῐπᾰρόζωνος:''' украшенный блистающим поясом, опоясанный сиянием ([[ἅλιος]] Eur.).
}}
}}

Revision as of 23:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐπᾰρόζωνος Medium diacritics: λιπαρόζωνος Low diacritics: λιπαρόζωνος Capitals: ΛΙΠΑΡΟΖΩΝΟΣ
Transliteration A: liparózōnos Transliteration B: liparozōnos Transliteration C: liparozonos Beta Code: liparo/zwnos

English (LSJ)

ον,

   A bright-girdled, θύγατρες B.8.49; Ἀέλιος E.Ph.175 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 50] mit glänzendem Gürtel, Eur. Phoen. 178, Helios.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπᾰρόζωνος: -ον, ἔχων λιπαρὰν ζώνην, εὐπρεπέστατος, λιπαροζώνου Ἀελίου θύγατερ Σελαναία Εὐρ. Φοίν. 175, Βακχυλ. 8. 49 (ἔκδ. Blass).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la brillante ceinture.
Étymologie: λιπαρός, ζώνη.

Greek Monolingual

λιπαρόζωνος, -ον (Α)
αυτός που φορά λαμπρή, ωραία ζώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης-λαμπρός» + ζώνη.

Greek Monotonic

λῐπᾰρόζωνος: -ον (ζώνη), αυτός που έχει λαμπρή ζώνη, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

λῐπᾰρόζωνος: украшенный блистающим поясом, опоясанный сиянием (ἅλιος Eur.).