μάκτρα: Difference between revisions

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μάκτρα:''' ἡ ([[μάσσω]]), [[σκάφη]] που χρησιμοποιείται για το [[ζύμωμα]], σε Αριστοφ., Ξεν.
|lsmtext='''μάκτρα:''' ἡ ([[μάσσω]]), [[σκάφη]] που χρησιμοποιείται για το [[ζύμωμα]], σε Αριστοφ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''μάκτρα:''' ἡ<b class="num">1)</b> квашня Xen., Arph. etc.;<br /><b class="num">2)</b> лохань, ванна (μάκτραι και πύελοι Polyb.).
}}
}}

Revision as of 23:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάκτρα Medium diacritics: μάκτρα Low diacritics: μάκτρα Capitals: ΜΑΚΤΡΑ
Transliteration A: máktra Transliteration B: maktra Transliteration C: maktra Beta Code: ma/ktra

English (LSJ)

ἡ,

   A kneading-trough, Ar.Ra.1159, Pl.545, Hermipp.57, X.Oec.9.7.    II bathing-tub, only in form μάκρα (q.v.).    III mortar for pounding drugs, Nic.Th.708.

German (Pape)

[Seite 86] ἡ, der Backtrog, in welchem der Brotteig geknetet wird (μάσσω) Ar. Plut. 545 Xen. Oec. 9, 7 u. Sp. – Uebh. ein Gefäß, in dem Etwas zerstoßen wird, Nic. Th. 708. – Auch = Badewanne, oder ein größeres Wasserbecken, in welchem Mehrere zusammen baden können, Eupol. bei Poll. 7, 168, Pol. 30, 20, 3.

Greek (Liddell-Scott)

μάκτρα: ἡ, (μάσσω) σκάφη ζυμώματος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1159, Πλ. 545, Ξεν. Οἰκ. 9. 7· «μάκτρα· ἀβάκιον, ἔνθα μάσσουσι τὸ ἄλευρον» Ἡσύχ. ΙΙ. πύελος, ἤτοι μέγας λουτὴρ ἐν βαλανείῳ, Εὔπολ. ἐν «Διαιτῶντι» 1, Πολύβ. 30. 20, 3· πρβλ. πύελος, σκάφη.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. instrument pour pétrir ou masser, d’où
1 huche, pétrin;
2 mortier pour broyer des drogues;
II. lieu où l’on masse, baignoire.
Étymologie: μάσσω.

Greek Monolingual

μάκτρα, ἡ (Α)
1. ξύλινη και σπανίως λίθινη σκάφη για ζύμωμα, ζυμωταριά
2. γουδί για κονιοποίηση φαρμάκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μακ- του μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω» + επίθημα -τρα (πρβλ. πλέκ-τρα)].

Greek Monotonic

μάκτρα: ἡ (μάσσω), σκάφη που χρησιμοποιείται για το ζύμωμα, σε Αριστοφ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

μάκτρα:1) квашня Xen., Arph. etc.;
2) лохань, ванна (μάκτραι και πύελοι Polyb.).