μετασχημάτισις: Difference between revisions
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(25) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μετασχημάτισις]], ἡ (Α) [[μετασχηματίζω]]<br />[[μετασχηματισμός]]. | |mltxt=[[μετασχημάτισις]], ἡ (Α) [[μετασχηματίζω]]<br />[[μετασχηματισμός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μετασχημάτῐσις:''' εως (ᾰτ) ἡ изменение вида, преображение Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 1 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A change of form, Arist.Ph.190b5, Cael. 305b29, Sens.446b6.
German (Pape)
[Seite 155] ἡ, die Umgestaltung, Umbildung, Arist. de sensu 6.
Greek (Liddell-Scott)
μετασχημάτῐσις: ἡ, μετατροπή, μεταβολὴ σχήματος ἢ μορφῆς, Ἀριστ. Φυσ. 1. 7, 7, π. Οὐραν. 3. 7, 6, π. Αἰσθ. 6. 15· καὶ μετασχημᾰτισμός, ὁ, Πλούτ. 2. 687Β.
Greek Monolingual
μετασχημάτισις, ἡ (Α) μετασχηματίζω
μετασχηματισμός.
Russian (Dvoretsky)
μετασχημάτῐσις: εως (ᾰτ) ἡ изменение вида, преображение Arst.