μεσοποτάμιος: Difference between revisions
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μεσοποτάμιος:''' -α, -ον, αυτός που βρίσκεται [[ανάμεσα]] σε ποταμούς· [[Μεσοποταμία]] (ενν. [[χώρα]]), <i>ἡ</i>, [[τόπος]] που βρίσκεται [[μεταξύ]] [[δύο]] ποταμών, [[ιδίως]] αυτή [[μεταξύ]] του Τίγρη και του Ευφράτη, [[Μεσοποταμία]], σε Πολύβ., Στράβ.· [[Μεσοποταμίτης]] <i>[ῑ]</i>, <i>-ου</i>, <i>ὁ</i>, σε Λουκ. | |lsmtext='''μεσοποτάμιος:''' -α, -ον, αυτός που βρίσκεται [[ανάμεσα]] σε ποταμούς· [[Μεσοποταμία]] (ενν. [[χώρα]]), <i>ἡ</i>, [[τόπος]] που βρίσκεται [[μεταξύ]] [[δύο]] ποταμών, [[ιδίως]] αυτή [[μεταξύ]] του Τίγρη και του Ευφράτη, [[Μεσοποταμία]], σε Πολύβ., Στράβ.· [[Μεσοποταμίτης]] <i>[ῑ]</i>, <i>-ου</i>, <i>ὁ</i>, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεσοποτάμιος:''' (ᾰ)<br /><b class="num">1)</b> находящийся между реками (sc. [[χώρα]] Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> находящийся посреди реки ([[νῆσος]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 1 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], α, ον,
A between rivers, αἱ μ. (sc. χῶραι) Str.15.1.18; ἥδε ἡ μ. ib.30: esp. as pr. n. Μεσοποτᾰμία (sc. χώρα), ἡ, Mesopotamia, Plb.5.44.6, Str.11.12.2, etc.:—hence Μεσοποτᾰμίτης [ῑ], ου, ὁ, Luc.Hist.Conscr.24. II in the middle of the river, ἐν μ. νήσῳ Plu.Oth.4.
German (Pape)
[Seite 139] α, ον, zwischen Flüssen gelegen; ἡ μεσοποταμία, sc. χώρα, Pol. 5, 44, 6; νῆσος, Plut. Oth. 4, mitten im Flusse. S. nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
μεσοποτάμιος: -α, -ον, ὁ μεταξὺ ποταμῶν˙ Μεσοποταμία (δηλ. χώρα), ἡ, χώρα ἡ μεταξὺ δύο ποταμῶν, μάλιστα ἡ μεταξὺ Τίγρητος καὶ Εὐφράτου, Mesopotamia, Πολύβ. 5. 44, 6, Στράβ. 521˙ - Μεσοποταμίτης, [ῑ], -ου, ὁ, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 24. ΙΙ. ὁ ἐν τῷ μέσῳ τοῦ ποταμοῦ, ἐν μεσοποταμίᾳ νήσῳ Πλουτ. Ὄθων 4.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 situé entre deux fleuves ; ἡ Μεσοποταμία la Mésopotamie, contrée entre le Tigre et l’Euphrate;
2 situé au milieu d’un fleuve.
Étymologie: μέσος, ποταμός.
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑM μεσοποτάμιος, -ία, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ποταμών («σῑτός ἐστι μικρότερος τοῡ πυροῡ γεννᾱται δ' ἐν ταῑς μεσοποταμίαις [χώραις]», Στράβ.)
2. αυτός που βρίσκεται στο μέσο ποταμού («ἐν μεσοποταμίᾳ νήσῳ», Πλούτ.)
3. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Μεσοποταμία
η χώρα που βρίσκεται μεταξύ τών ποταμών Τίγρητος και Ευφράτη
4. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Μεσοποτάμιος
ο κάτοικος της Μεσοποταμίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + ποτάμιος (< ποταμός), πρβλ. παρα-ποτάμιος.
Greek Monotonic
μεσοποτάμιος: -α, -ον, αυτός που βρίσκεται ανάμεσα σε ποταμούς· Μεσοποταμία (ενν. χώρα), ἡ, τόπος που βρίσκεται μεταξύ δύο ποταμών, ιδίως αυτή μεταξύ του Τίγρη και του Ευφράτη, Μεσοποταμία, σε Πολύβ., Στράβ.· Μεσοποταμίτης [ῑ], -ου, ὁ, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
μεσοποτάμιος: (ᾰ)
1) находящийся между реками (sc. χώρα Polyb.);
2) находящийся посреди реки (νῆσος Plut.).