μεταπέμπω: Difference between revisions

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεταπέμπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[στέλνω]] κάποιον για κάποιο σκοπό, σε Ευρ., Αριστοφ.· [[αποστέλλω]], [[κλητεύω]], [[στέλνω]] και [[προσκαλώ]], Λατ. arcessere, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως και ο Μέσ. — Παθ., αόρ. αʹ <i>μεταπεμφθῆναι</i>, είμαι [[απεσταλμένος]], σε Δημ.
|lsmtext='''μεταπέμπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[στέλνω]] κάποιον για κάποιο σκοπό, σε Ευρ., Αριστοφ.· [[αποστέλλω]], [[κλητεύω]], [[στέλνω]] και [[προσκαλώ]], Λατ. arcessere, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως και ο Μέσ. — Παθ., αόρ. αʹ <i>μεταπεμφθῆναι</i>, είμαι [[απεσταλμένος]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταπέμπω:''' преимущ. med. посылать за (кем-л.), вызывать, призывать, приглашать (τοὺς φίλους Arph.; μετεπέμψατο [[Ἀστυάγης]] τὴν [[ἑαυτοῦ]] θυγατέρα Xen.; [[ἦλθον]] μεταπεμφθείς NT): Ἀγαμέμνονος πέμψαντος [[μέτα]] (in tmesi с анастрофой) Eur. так как Агамемнон послал (за мной).
}}
}}

Revision as of 00:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταπέμπω Medium diacritics: μεταπέμπω Low diacritics: μεταπέμπω Capitals: ΜΕΤΑΠΕΜΠΩ
Transliteration A: metapémpō Transliteration B: metapempō Transliteration C: metapempo Beta Code: metape/mpw

English (LSJ)

   A send after or for, Ἀγαμέμνονος πέμψαντος . . μέτα having sent for thee, E.Hec.504; παρ' Εὐχαρίδου τρεῖς ἄγλιθας μετέπεμψα Ar.V.680.    II mostly in Med., μεταπέμπεσθαί τινα summon, Hdt.1.41, al., Ar.Ach.1087, al., Antipho 1.15, etc.; of things, send for, σῖτον OGI56.17 (Canopus, iii B.C.), etc.: Th. uses Act. and Med. indifferently, cf. 1.112,4.30,6.52, with 2.29, 5.82:—Pass., μεταπεμφθῆναι to be sent for, D.28.14, cf. Pl.Prt.319b; ἐξ Ἀθηνῶν μεταπεπέμφθαι Phld.Mus.p.28 K.

German (Pape)

[Seite 152] nachschicken, nach Jemandem abschicken; gew. im med., nach Einem schicken und ihn zu sich holen lassen, τοὺς φίλους, Ar. Plut. 341;. Thuc. 1, 112; Plat. Conv. 175 c; ἐμὲ εἰς τὴν θόλον, Apol. 32 c, öfter; aber auch pass., ὁρῶ τοὺς οἰκοδόμους μεταπεμπομένους, Prot. 319 b; Xen. Cyr. 1, 3, 1; schicken und holen lassen, 6, 2, 1 u. Sp., wie Luc. D. Mort. 12, 3. – Adj. verb. μεταπεμπτέος, herbeizuholen, Thuc. 6, 25.

Greek (Liddell-Scott)

μεταπέμπω: πέμπω κατόπιν τινός, ζητῶν τινα, προσκαλῶ, Ἀγαμέμνονος πέμψαντος... μέτα, προσκαλέσαντός σε, Εὐρ. Ἑκ. 504· παρ’ Εὐχαρίδου τρεῖς ἄγλιθας μετέπεμψα Ἀριστοφ. Σφ. 679· ἴδε κατωτ. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, μεταπέμπεσθαί τινα, καλεῖν, προσκαλεῖν τινα δι’ ἀπεσταλμένου, Λατ. arcessere, Ἡρόδ. 1. 41, 77, 108, κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 1087, κ. ἀλλ., Ἀντιφῶν 113, 7, κτλ.· - ὁ Θουκ. φαίνεται ὅτι μεταχειρίζεται τὸ ἐνεργ. καὶ μέσ. ἀδιαφόρως, πρβλ. 1. 112., 4. 30., 6. 52, πρὸς τὰ 2. 29., 5. 82· - παθ., μεταπεμφθῆναι, προσκληθῆναι, Δημ. 839. 29, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 319Β.

French (Bailly abrégé)

envoyer vers;
Moy. μεταπέμπομαι (ao. μετεπεμψάμην) envoyer à la recherche de, mander, envoyer chercher.
Étymologie: μετά, πέμπω.

English (Strong)

from μετά and πέμπω; to send from elsewhere, i.e. (middle voice) to summon or invite: call (send) for.

English (Thayer)

1st aorist passive participle μεταπεμφθείς; middle, present participle μεταπεμπόμενος; 1st aorist μετεπεμψαμην;
1. to send one after another (see μετά, III:3; cf. Herm. ad Vig., p. 639).
2. like our to send after equivalent to to send for: μεταπεμφθείς, sent for, to send after for oneself, cause to be sent for: T Tr WH); εἰς, with an accusative of place, Herodotus down.)

Greek Monolingual

μεταπέμπω)
(συν. το παθ.) μεταπέμπομαι
προσκαλώ κάποιον να έλθει μέσω απεσταλμένου μου, στέλνω και προσκαλώ κάποιον («ὁ Κροῑσος μεταπέμπεται τον... Ἄδρηστον», Ηρόδ.)
αρχ.
παθ. (σχετικά με πράγματα) παραγγέλλω να μού φέρουν κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + πέμπω «στέλνω»].

Greek Monotonic

μεταπέμπω: μέλ. -ψω, στέλνω κάποιον για κάποιο σκοπό, σε Ευρ., Αριστοφ.· αποστέλλω, κλητεύω, στέλνω και προσκαλώ, Λατ. arcessere, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως και ο Μέσ. — Παθ., αόρ. αʹ μεταπεμφθῆναι, είμαι απεσταλμένος, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

μεταπέμπω: преимущ. med. посылать за (кем-л.), вызывать, призывать, приглашать (τοὺς φίλους Arph.; μετεπέμψατο Ἀστυάγης τὴν ἑαυτοῦ θυγατέρα Xen.; ἦλθον μεταπεμφθείς NT): Ἀγαμέμνονος πέμψαντος μέτα (in tmesi с анастрофой) Eur. так как Агамемнон послал (за мной).