νεόζυγος: Difference between revisions
From LSJ
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νεόζῠγος:''' -ον ([[ζεύγνυμι]]), αυτός που πρόσφατα μπήκε στον [[ζυγό]], που πρόσφατα ζεύχθηκε· μεταφ., [[νιόπαντρος]], σε Ευρ. | |lsmtext='''νεόζῠγος:''' -ον ([[ζεύγνυμι]]), αυτός που πρόσφατα μπήκε στον [[ζυγό]], που πρόσφατα ζεύχθηκε· μεταφ., [[νιόπαντρος]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νεόζῠγος:''' недавно вступивший в брак, новобрачный ([[νύμφη]] Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:24, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A newly-yoked: metaph., newly-married, νύμφη E.Med.804.
German (Pape)
[Seite 241] neu, eben erst angejocht, neu vermählt, νύμφη, Eur. Med. 804.
Greek (Liddell-Scott)
νεόζῠγος: -ον, ὁ νεωστὶ ζευχθείς· μεταφ., ὁ πρὸ μικροῦ εἰς γάμον ἐλθών, νύμφη Εὐρ. Μήδ. 804.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
nouvellement marié.
Étymologie: v. νεοζυγής.
Greek Monolingual
νεόζυγος, -ον (Α)
νεοζυγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + ζυγός), πρβλ. πολύ-ζυγος].
Greek Monotonic
νεόζῠγος: -ον (ζεύγνυμι), αυτός που πρόσφατα μπήκε στον ζυγό, που πρόσφατα ζεύχθηκε· μεταφ., νιόπαντρος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
νεόζῠγος: недавно вступивший в брак, новобрачный (νύμφη Eur.).