νοσάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source
(6_1)
 
(3b)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''νοσάζομαι''': ([[νόσος]]) ἀσθενῶ, ἀντίθετ. τῷ ὑγιάζομαι, Ἀριστ. Φυσ. 5. 5, 5· διάφ. γραφ. νοσίζεσθαι.
|lstext='''νοσάζομαι''': ([[νόσος]]) ἀσθενῶ, ἀντίθετ. τῷ ὑγιάζομαι, Ἀριστ. Φυσ. 5. 5, 5· διάφ. γραφ. νοσίζεσθαι.
}}
{{elru
|elrutext='''νοσάζομαι:''' заболевать Arst.
}}
}}

Revision as of 00:48, 1 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

νοσάζομαι: (νόσος) ἀσθενῶ, ἀντίθετ. τῷ ὑγιάζομαι, Ἀριστ. Φυσ. 5. 5, 5· διάφ. γραφ. νοσίζεσθαι.

Russian (Dvoretsky)

νοσάζομαι: заболевать Arst.