ὀλιγόσπερμος: Difference between revisions
From LSJ
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
(28) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[λιγόσπερμος]], -η, -ο (Α [[ὀλιγόσπερμος]], -ον)<br />αυτός που έχει ή παράγει λίγο [[σπέρμα]] («τὰ μὲν πολύσπερμα, τὰ δ' ὀλιγόσπερμά ἐστι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το ουδ πληθ. ως ουσ.) <i>τα ολιγόσπερμα</i><br />φυτά που περιέχουν ή παράγουν [[λίγα]] σπέρματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>σπερμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σπέρμα]])]. | |mltxt=και [[λιγόσπερμος]], -η, -ο (Α [[ὀλιγόσπερμος]], -ον)<br />αυτός που έχει ή παράγει λίγο [[σπέρμα]] («τὰ μὲν πολύσπερμα, τὰ δ' ὀλιγόσπερμά ἐστι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το ουδ πληθ. ως ουσ.) <i>τα ολιγόσπερμα</i><br />φυτά που περιέχουν ή παράγουν [[λίγα]] σπέρματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>σπερμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σπέρμα]])]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀλῐγόσπερμος:''' имеющий мало семени (ζῷα Arst.) или семян (φυτά Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:48, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A having little seed, Arist.GA725b29, Thphr.HP 7.4.4 (Comp.).
German (Pape)
[Seite 322] mit wenig Samen, Arist. gen. an. 1, 18; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγόσπερμος: -ον, ὁ ἔχων ὀλίγον σπέρμα, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 57.
Greek Monolingual
και λιγόσπερμος, -η, -ο (Α ὀλιγόσπερμος, -ον)
αυτός που έχει ή παράγει λίγο σπέρμα («τὰ μὲν πολύσπερμα, τὰ δ' ὀλιγόσπερμά ἐστι», Αριστοτ.)
νεοελλ.
(το ουδ πληθ. ως ουσ.) τα ολιγόσπερμα
φυτά που περιέχουν ή παράγουν λίγα σπέρματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -σπερμος (< σπέρμα)].
Russian (Dvoretsky)
ὀλῐγόσπερμος: имеющий мало семени (ζῷα Arst.) или семян (φυτά Arst.).