νηπιάα: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
(5)
(3b)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νηπιάα:''' [[νηπιέη]], ἡ, Επικ. τύποι του νηπία, παιδική, νηπιακή [[ηλικία]]· <i>ἐν νηπιέῃ</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· στον πληθ., παιδικά τεχνάσματα ή ανοησίες, παιδαριώδεις τρόποι, <i>νηπιέῃσιν</i>, με τρόπο μικρού παιδιού, ανόητα, σε Όμηρ.
|lsmtext='''νηπιάα:''' [[νηπιέη]], ἡ, Επικ. τύποι του νηπία, παιδική, νηπιακή [[ηλικία]]· <i>ἐν νηπιέῃ</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· στον πληθ., παιδικά τεχνάσματα ή ανοησίες, παιδαριώδεις τρόποι, <i>νηπιέῃσιν</i>, με τρόπο μικρού παιδιού, ανόητα, σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''νηπιάα:''' ἡ (только acc. pl. [[νηπιάας]]) Hom. = *[[νηπιέη]].
}}
}}

Revision as of 00:56, 1 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

νηπιάα: νηπιέη, ἡ, Ἐπικ. τύπος τοῦ νηπία (ὅπερ ἀπαντᾷ μόνον παρ’ Ἀναστασ. ἐν τῇ τοῦ Mai Coll. Nov. 7. 241)· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν ἐκτεταμ. Ἐπικ. τύποις· (νήπιος): -παιδικὴ ἡλικία, οἶνον ἀποβλύζων ἐν νηπιέῃ ἀλεγεινῇ Ἰλ. Ι. 491 (487): - ἐν τῷ πληθ., παιδαριώδεις τρόποι, ἀνοησίαι, οὐδέ τί σε χρὴ νηπιάας ὀχέειν Ὀδ. Α. 297· δοτ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., ἐπεί... ποιήσῃ ἀθύρματα νηπιέῃσιν, κατὰ παιδικὸν τρόπον, Ἰλ. Ο. 363· ἡγήσατο νηπιέῃσιν, «ἤτοι νηπιείαις φρεσὶ» (Εὐστ.), Ὀδ. Ω. 469· αἰτ. νηπιέην Ὀππ. Ἁλ. 3. 585.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
seul. acc. pl. -ιάας;
c. νηπιέη.

Greek Monolingual

νηπιάα, ἡ (Α)
βλ. νηπιέη.

Greek Monotonic

νηπιάα: νηπιέη, ἡ, Επικ. τύποι του νηπία, παιδική, νηπιακή ηλικία· ἐν νηπιέῃ, σε Ομήρ. Ιλ.· στον πληθ., παιδικά τεχνάσματα ή ανοησίες, παιδαριώδεις τρόποι, νηπιέῃσιν, με τρόπο μικρού παιδιού, ανόητα, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

νηπιάα: ἡ (только acc. pl. νηπιάας) Hom. = *νηπιέη.