παραινετικός: Difference between revisions
From LSJ
(30) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[παραινετικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[παραινέτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που εμπεριέχει [[παραίνεση]], [[συμβουλή]], [[συμβουλευτικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που εμπεριέχει [[προτροπή]], [[ενθάρρυνση]], [[παρακινητικός]], [[προτρεπτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παραινετικώς</i> και -<i>ά</i> / <i>παραινετικῶς</i>, ΝΑ<br />με παραινετικό τρόπο, συμβουλευτικά. | |mltxt=-ή, -ό / [[παραινετικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[παραινέτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που εμπεριέχει [[παραίνεση]], [[συμβουλή]], [[συμβουλευτικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που εμπεριέχει [[προτροπή]], [[ενθάρρυνση]], [[παρακινητικός]], [[προτρεπτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παραινετικώς</i> και -<i>ά</i> / <i>παραινετικῶς</i>, ΝΑ<br />με παραινετικό τρόπο, συμβουλευτικά. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παραινετικός:''' убеждающий, действующий путем убеждения ([[λόγος]] Sext.). | |||
}} | }} |
Revision as of 01:28, 1 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A hortatory, π. καὶ ὑποθετικὸς τόπος Aristo Stoic.1.80. Adv. -κῶς S.E.M.1.271, Rev. Ét.Gr.28.56 (Egypt).
German (Pape)
[Seite 479] ή, όν, zum Zureden, Ermuntern, Lehren gehörig, Sext. Emp. adv. Math. 7, 12, öfter, u. a. Sp., auch im adv.
Greek (Liddell-Scott)
παραινετικός: -ή, -όν, συμβουλευτικός, π. καὶ ὑποθετικὸς λόγος Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 12. Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. 274 25.
Greek Monolingual
-ή, -ό / παραινετικός, -ή, -όν, ΝΜΑ παραινέτης
1. αυτός που εμπεριέχει παραίνεση, συμβουλή, συμβουλευτικός
2. αυτός που εμπεριέχει προτροπή, ενθάρρυνση, παρακινητικός, προτρεπτικός.
επίρρ...
παραινετικώς και -ά / παραινετικῶς, ΝΑ
με παραινετικό τρόπο, συμβουλευτικά.
Russian (Dvoretsky)
παραινετικός: убеждающий, действующий путем убеждения (λόγος Sext.).