παυσανίας: Difference between revisions
Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt
(31) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />σκωπτικά, αυτός που απολύθηκε, που παύθηκε από την [[υπηρεσία]] του<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που καταπαύει, σταματάει τη [[λύπη]], που ανακουφίζει τη [[θλίψη]] («[[παυσανίας]] κάκ' Ἀτρειδᾱν» — αυτός που ανακουφίζει τις λύπες τών Ατρειδών, <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]], <span style="color: red;"><</span> θ. <i>παυσ</i>(<i>ι</i>)- του [[παύω]] (<b>πρβλ.</b> [[παῦσις]]) <span style="color: red;">+</span> [[ἀνία]], <b>πρβλ.</b> <i>λυσ</i>-<i>ανίας</i>]. | |mltxt=ὁ, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />σκωπτικά, αυτός που απολύθηκε, που παύθηκε από την [[υπηρεσία]] του<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που καταπαύει, σταματάει τη [[λύπη]], που ανακουφίζει τη [[θλίψη]] («[[παυσανίας]] κάκ' Ἀτρειδᾱν» — αυτός που ανακουφίζει τις λύπες τών Ατρειδών, <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]], <span style="color: red;"><</span> θ. <i>παυσ</i>(<i>ι</i>)- του [[παύω]] (<b>πρβλ.</b> [[παῦσις]]) <span style="color: red;">+</span> [[ἀνία]], <b>πρβλ.</b> <i>λυσ</i>-<i>ανίας</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παυσᾰνίας:''' ου (ῐ) ὁ успокаивающий горе, утолитель скорбей Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:48, 1 January 2019
English (LSJ)
[ῐ], ου, ὁ,
A allayer of sorrow, S.Fr.887 (ubi leg. π. κάκ' Ἀτρειδᾶν allaying the sorrows of the A.).
German (Pape)
[Seite 538] ὁ, Schmerzenstiller, Sorgenstiller, Soph. frg. 765 beim Schol. Ar. Nubb. 1162. S. nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
παυσᾰνίας: -ου, ὁ, ὁ παύων τὴν ἀνίαν, καταπαύων τὴν λύπην, ὡς τὸ λυσανίας, Σοφ. Ἀποσπ. 765.
Greek Monolingual
ὁ, ΝΑ
νεοελλ.
σκωπτικά, αυτός που απολύθηκε, που παύθηκε από την υπηρεσία του
αρχ.
αυτός που καταπαύει, σταματάει τη λύπη, που ανακουφίζει τη θλίψη («παυσανίας κάκ' Ἀτρειδᾱν» — αυτός που ανακουφίζει τις λύπες τών Ατρειδών, Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος, < θ. παυσ(ι)- του παύω (πρβλ. παῦσις) + ἀνία, πρβλ. λυσ-ανίας].
Russian (Dvoretsky)
παυσᾰνίας: ου (ῐ) ὁ успокаивающий горе, утолитель скорбей Soph.