περικρατής: Difference between revisions
(5) |
(3b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περικρᾰτής:''' -ές ([[κράτος]]), αυτός που έχει πλήρη [[εξουσία]] πάνω σε [[κάτι]], με γεν., σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''περικρᾰτής:''' -ές ([[κράτος]]), αυτός που έχει πλήρη [[εξουσία]] πάνω σε [[κάτι]], με γεν., σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περικρᾰτής:''' владеющий: π. [[γενέσθαι]] τῆς σκάφης NT удержать лодку. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:00, 1 January 2019
English (LSJ)
ές,
A grasping, tenacious, γαμφηλαί Simm.1.11; having full command over, π. γενέσθαι τῆς σκάφης Act.Ap.27.16, cf. Thd.Su.39 (v.l.); cf. περικρεμής.
German (Pape)
[Seite 581] ές, obsiegend, gewaltig, stark, Opp. Hal. 4, 540.
Greek (Liddell-Scott)
περικρᾰτής: -ές, ὁ ἔχων πλήρη ἐξουσίαν ἢ κράτος ἐπί τινος, ἰσχύσαμεν μόλις ἐπικρατεῖς γενέσθαι τῆς σκάφης Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 16· τῶν ἡνίων, τῶν πονηρῶν βουλευμάτων Ἰω. Χρυσ. τ. 2, σ. 349, κτλ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσ. σ. 121.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui commande souverainement à, gén.;
2 qui maîtrise gén..
Étymologie: περικρατέω.
English (Strong)
from περί and κράτος; strong all around, i.e. a master (manager): + come by.
English (Thayer)
περικρατες (κράτος), τίνος, having full power over a thing: (περικρατής γενέσθαι τῆς σκάφης, to secure), Susanna , 39; the Alex. manuscript; ecclesiastical writings.)
Greek Monolingual
-ές, Α·1. συνεκτικός («περικρατεῑς γαμφηλαί», Σιμμ.)
2. αυτός που έχει απόλυτη εξουσία σε κάποιον, κυρίαρχος.
επίρρ...
περικρατῶς Α
με περικρατή τρόπο, με απόλυτη εξουσία σε κάποιον ή, κατ' άλλους, με εγκράτεια, με σύνεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -κρατής (< κράτος), πρβλ. εγ-κρατής].
Greek Monotonic
περικρᾰτής: -ές (κράτος), αυτός που έχει πλήρη εξουσία πάνω σε κάτι, με γεν., σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
περικρᾰτής: владеющий: π. γενέσθαι τῆς σκάφης NT удержать лодку.