Περσίς: Difference between revisions
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
(6) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Περσίς:''' -[[ίδος]], θηλ. του [[Περσικός]]·<br /><b class="num">I.</b> [[Περσικός]], σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ.,<br /><b class="num">1.</b> (ενν. <i>γῆ</i>), η Περσία, το σημερινό Ιράν.<br /><b class="num">2.</b> (ενν. [[γυνή]]), η [[γυναίκα]] από την Περσία, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> (ενν. [[χλαῖνα]]), ο [[περσικός]] [[μανδύας]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''Περσίς:''' -[[ίδος]], θηλ. του [[Περσικός]]·<br /><b class="num">I.</b> [[Περσικός]], σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ.,<br /><b class="num">1.</b> (ενν. <i>γῆ</i>), η Περσία, το σημερινό Ιράν.<br /><b class="num">2.</b> (ενν. [[γυνή]]), η [[γυναίκα]] από την Περσία, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> (ενν. [[χλαῖνα]]), ο [[περσικός]] [[μανδύας]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Περσίς:''' ίδος (ῐδ) adj. f персидская ([[χώρη]] Her.).<br />ίδος ἡ<br /><b class="num">1)</b> (sc. γῆ) Персида (приблиз. нын. Фарсистан в Иране Xen., Plat.);<br /><b class="num">2)</b> (sc. [[γυνή]]) персиянка Aesch., Xen.;<br /><b class="num">3)</b> (sc. [[χλαῖνα]]) персидская одежда Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:12, 1 January 2019
English (LSJ)
ίδος, pecul. fem. of Περσικός, Persian, A.Pers.59 (anap.), Th.1.138;
A χώρη Hdt.3.97, al. II as Subst., 1 (sc. γῆ), Persis, Persia, Str.15.3.1, etc. 2 (sc. γυνή) Persian woman, X.Cyr.8.5.21, etc. 3 (sc. χλαῖνα) Persian cloak, Ar.V.1137.
Greek (Liddell-Scott)
Περσίς: -ίδος, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ Περσικός, Αἰσχύλ. Πέρσ. 59, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. 1) (ἐξυπακ. τοῦ γῆ), ἡ Περσία, νῦν Farsistan, Ἡρόδ. 3. 97, κτλ. 2) (ἐξυπακουομ. τοῦ γυνή), γυνὴ ἐκ Περσίας, Ξεν. Κύρ. 8. 5, 21, κτλ. 3) (δηλ. χλαῖνα), Περσικὸν ἐπανωφόριον, Ἀριστοφ. Σφ. 1137. ― Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, σ. 358.
French (Bailly abrégé)
ίδος
adj. f.
de Perse, persan, persique ; Περσὶς χώρη HDT ou simpl. ἡ Περσίς, la Perse (auj. Fars ou Farsistan) ; ἡ Περσίς (γυνή) femme de Perse, Persane.
Étymologie: Πέρσης².
English (Strong)
a Persian woman; Persis, a Christian female: Persis.
English (Thayer)
(literally, 'a Persian woman'), ἡ, accusative Περσίδα, Persis, a Christian woman: Romans 16:12.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, ΜΑ
1. (ως επίθ.) περσική (α. «Περσὶς δὲ χώρη», Ηρόδ.
β. «τῆς Περσίδος γλώσσης», Θουκ.)
2. ως ουσ. α) η Περσίδα, η κάτοικος της Περσίας, αυτή που κατάγεται από την Περσία
β) η Περσία
αρχ.
ως ουσ. περσικό ένδυμα, ιμάτιο («οἱ μὲν καλοῡσι Περσίδ' οἱ δὲ καννάκην», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πέρσης + επίθημα -ίς].
Greek Monotonic
Περσίς: -ίδος, θηλ. του Περσικός·
I. Περσικός, σε Αισχύλ. κ.λπ.
II. ως ουσ.,
1. (ενν. γῆ), η Περσία, το σημερινό Ιράν.
2. (ενν. γυνή), η γυναίκα από την Περσία, σε Ξεν.
3. (ενν. χλαῖνα), ο περσικός μανδύας, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
Περσίς: ίδος (ῐδ) adj. f персидская (χώρη Her.).
ίδος ἡ
1) (sc. γῆ) Персида (приблиз. нын. Фарсистан в Иране Xen., Plat.);
2) (sc. γυνή) персиянка Aesch., Xen.;
3) (sc. χλαῖνα) персидская одежда Arph.