πῖνον: Difference between revisions

From LSJ

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
(32)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />[[είδος]] ποτού που παρασκευαζόταν από [[κριθή]], ο [[ζύθος]], η μπίρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. που μετασχηματίστηκε στην Ελληνική [[κατά]] το [[μοντέλο]] του [[πίνω]].
|mltxt=τὸ, Α<br />[[είδος]] ποτού που παρασκευαζόταν από [[κριθή]], ο [[ζύθος]], η μπίρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. που μετασχηματίστηκε στην Ελληνική [[κατά]] το [[μοντέλο]] του [[πίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''πῖνον:''' <b class="num">I</b> эп. impf. к [[πίνω]].<br /><b class="num">II</b> τό ячменный напиток, пиво Arst.
}}
}}

Revision as of 02:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῖνον Medium diacritics: πῖνον Low diacritics: πίνον Capitals: ΠΙΝΟΝ
Transliteration A: pînon Transliteration B: pinon Transliteration C: pinon Beta Code: pi=non

English (LSJ)

τό,

   A liquor made from barley, beer, Arist.Fr.106, cj. in Atti della reale Accad. di Archeologia di Napoli 11.41 (Gortyn, iv B. C.).

German (Pape)

[Seite 617] τό, Gerstentrank, Bier, Arist. bei Ath. X, 447 a, s. βρῦτον.

Greek (Liddell-Scott)

πῖνον: τό, ποτὸν παρασκευαζόμενον ἐκ κριθῆς, ζῦθος, Ἀριστ. Ἀποσπ. 101.

Greek Monolingual

τὸ, Α
είδος ποτού που παρασκευαζόταν από κριθή, ο ζύθος, η μπίρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. που μετασχηματίστηκε στην Ελληνική κατά το μοντέλο του πίνω.

Russian (Dvoretsky)

πῖνον: I эп. impf. к πίνω.
II τό ячменный напиток, пиво Arst.