πλατεῖα: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(6)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πλᾰτεῖα:''' ἡ, βλ. [[πλατύς]].
|lsmtext='''πλᾰτεῖα:''' ἡ, βλ. [[πλατύς]].
}}
{{elru
|elrutext='''πλᾰτεῖα:''' <b class="num">I</b> f к [[πλατύς]].<br /><b class="num">II</b> ἡ<br /><b class="num">1)</b> (sc. [[χείρ]]) ладонь Arph.;<br /><b class="num">2)</b> (sc. [[ὁδός]]) улица Xen. etc.
}}
}}

Revision as of 02:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλατεῖα Medium diacritics: πλατεῖα Low diacritics: πλατεία Capitals: ΠΛΑΤΕΙΑ
Transliteration A: plateîa Transliteration B: plateia Transliteration C: plateia Beta Code: platei=a

English (LSJ)

ἡ,

   A v. πλατύς 11.

German (Pape)

[Seite 626] ἡ, s. unter πλατύς.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰτεῖα: ἡ, ἴδε πλατύς.

French (Bailly abrégé)

fém. de πλατύς.

English (Strong)

feminine of πλατύς; a wide "plat" or "place", i.e. open square: street.

English (Thayer)

πλατείας, ἡ (feminine of the adjective πλατύς, namely, ὁδός (cf. Winer s Grammar, 590 (549))), a broad way, a street: Euripides, Plutarch, others; in the Sept. chiefly for רְחֹב.)

Greek Monolingual

και πλατέα, η, Ν
1. (πολεοδ.) ακάλυπτος, κοινόχρηστος χώρος μέσα στο πολεοδομικό σχέδιο ενός οικισμού, πόλης ή χωριού, ο οποίος είναι ιδιοκτησία του δήμου ή της κοινότητας στην οποία ανήκει και περιβάλλεται από δημόσιες οδούς
2. θεατρ. χώρος θεατών μπροστά από τη σκηνή θεάτρου ή την οθόνη κινηματογράφου με δάπεδο που έχει κλίση προς τη σκηνή ώστε η τελευταία να είναι ορατή από όλους τους θεατές της πλατείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. πλατεία (οδός) του επιθ. πλατύς.

Greek Monotonic

πλᾰτεῖα: ἡ, βλ. πλατύς.

Russian (Dvoretsky)

πλᾰτεῖα: I f к πλατύς.
II
1) (sc. χείρ) ладонь Arph.;
2) (sc. ὁδός) улица Xen. etc.