πολύβοτος: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύβοτος:''' -ον ([[βόσκω]]), αυτός που τρέφει πολλούς, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πολύβοτος:''' -ον ([[βόσκω]]), αυτός που τρέφει πολλούς, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύβοτος:''' Aesch. v. l. = [[πολύβοσκος]].
}}
}}