πολύμορφος: Difference between revisions
(33) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[πολύμορφος]], -ον ΝΜΑ<br />αυτός που έχει πολλές μορφές, που παρουσιάζεται με πολλές μορφές<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πολύμορφο</i><br /><b>χημ.</b> πολύμορφο [[σώμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) <b>χημ.</b> «πολύμορφο [[σώμα]]» και «πολύμορφη [[ένωση]]» — [[ένωση]] που εμφανίζεται σε περισσότερες από μία διαφορετικές μορφές, όπως [[είναι]] λ.χ. το [[διοξείδιο]] του πυριτίου, το οποίο απαντά στις μορφές χαλαζία, τριδυμίτη και χριστοβαλτίτη<br />β) «πολύμορφη [[συνάρτηση]]»<br /><b>μαθ.</b> [[συνάρτηση]] που μπορεί να λάβει περισσότερες τιμές για την [[ίδια]] [[τιμή]] της ανεξάρτητης μεταβλητής της<br />γ) «πολύμορφο [[παραλήρημα]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[παραλήρημα]] στο οποίο παρατηρείται [[εναλλαγή]] διαφόρων μορφών παραληρητικών ιδεών, όπως [[είναι]] λ.χ. οι υποχονδριακές, οι μεγαλομανιακές κ.ά.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ευμετάβολος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πολύμορφον</i><br />το σφηνοειδές [[οστό]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πολυμόρφως]] Α<br />με [[πολυμορφία]], με πολλές μορφές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]]), <b>πρβλ.</b> <i>εύ</i>-<i>μορφος</i>, <i>ποικιλό</i>-<i>μορφος</i>]. | |mltxt=-η, -ο / [[πολύμορφος]], -ον ΝΜΑ<br />αυτός που έχει πολλές μορφές, που παρουσιάζεται με πολλές μορφές<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πολύμορφο</i><br /><b>χημ.</b> πολύμορφο [[σώμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) <b>χημ.</b> «πολύμορφο [[σώμα]]» και «πολύμορφη [[ένωση]]» — [[ένωση]] που εμφανίζεται σε περισσότερες από μία διαφορετικές μορφές, όπως [[είναι]] λ.χ. το [[διοξείδιο]] του πυριτίου, το οποίο απαντά στις μορφές χαλαζία, τριδυμίτη και χριστοβαλτίτη<br />β) «πολύμορφη [[συνάρτηση]]»<br /><b>μαθ.</b> [[συνάρτηση]] που μπορεί να λάβει περισσότερες τιμές για την [[ίδια]] [[τιμή]] της ανεξάρτητης μεταβλητής της<br />γ) «πολύμορφο [[παραλήρημα]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[παραλήρημα]] στο οποίο παρατηρείται [[εναλλαγή]] διαφόρων μορφών παραληρητικών ιδεών, όπως [[είναι]] λ.χ. οι υποχονδριακές, οι μεγαλομανιακές κ.ά.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ευμετάβολος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πολύμορφον</i><br />το σφηνοειδές [[οστό]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πολυμόρφως]] Α<br />με [[πολυμορφία]], με πολλές μορφές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]]), <b>πρβλ.</b> <i>εύ</i>-<i>μορφος</i>, <i>ποικιλό</i>-<i>μορφος</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολύμορφος:''' многообразный, разнообразный (θηρία Arst.; [[κακόν]] Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:36, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A multiform, manifold, Hp.Aër.12; π. τοῖς σχήμασιν Arist.PA646b32: Comp., ib.656a4: Sup., Id.HA606b18; π. λόγων ἰδέα Him.Or.34.4. Adv. -φως D.S.2.52. II of persons, versatile, Ph.2.47; π. βίος Id.1.565. III of irregular shape: hence πολύμορφον, τό, the sphenoid bone, Gal.14.721.
German (Pape)
[Seite 667] vielgestaltig; θηρία πολυμορφότατα, Arist. H. A. 8, 28; κακόν, Luc. Asin. 54, u. öfter, Maneth. 5, 29.
Greek (Liddell-Scott)
πολύμορφος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς μορφάς, πολλαπλοῦς, ποικίλος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 289, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ, 4. 11, 22 κ. ἀλλ.· Ὑπερθ., ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 28, 11. Ἐπίρρ. -φως, Διόδ. 2. 52.
Spanish
polimorfo, que tiene muchas formas
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύμορφος, -ον ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλές μορφές, που παρουσιάζεται με πολλές μορφές
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το πολύμορφο
χημ. πολύμορφο σώμα
2. φρ. α) χημ. «πολύμορφο σώμα» και «πολύμορφη ένωση» — ένωση που εμφανίζεται σε περισσότερες από μία διαφορετικές μορφές, όπως είναι λ.χ. το διοξείδιο του πυριτίου, το οποίο απαντά στις μορφές χαλαζία, τριδυμίτη και χριστοβαλτίτη
β) «πολύμορφη συνάρτηση»
μαθ. συνάρτηση που μπορεί να λάβει περισσότερες τιμές για την ίδια τιμή της ανεξάρτητης μεταβλητής της
γ) «πολύμορφο παραλήρημα»
ιατρ. παραλήρημα στο οποίο παρατηρείται εναλλαγή διαφόρων μορφών παραληρητικών ιδεών, όπως είναι λ.χ. οι υποχονδριακές, οι μεγαλομανιακές κ.ά.
αρχ.
1. ο ευμετάβολος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύμορφον
το σφηνοειδές οστό.
επίρρ...
πολυμόρφως Α
με πολυμορφία, με πολλές μορφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. εύ-μορφος, ποικιλό-μορφος].
Russian (Dvoretsky)
πολύμορφος: многообразный, разнообразный (θηρία Arst.; κακόν Luc.).