ποταπός: Difference between revisions
ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals
(33) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br />[[τιποτένιος]], [[χωρίς]] [[καμιά]] [[αξία]], [[ευτελής]] (α. «[[ποταπός]] [[άνθρωπος]]» β. «ποταπή [[ενέργεια]]» γ. «σκληρά, [[δειλά]] αναθρέμματα της ποταπής Ασίας», Κάλβ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[ποδαπός]] «από ποιον [[τόπο]]», το οποίο χρησιμοποιήθηκε με σημ. «ποίος, [[πόσος]]» και εύκολα έλαβε στη [[συνέχεια]] μειωτική σημ. για αναξιόλογη [[ποιότητα]] ή [[ποσότητα]]]. | |mltxt=-ή, -ό, Ν<br />[[τιποτένιος]], [[χωρίς]] [[καμιά]] [[αξία]], [[ευτελής]] (α. «[[ποταπός]] [[άνθρωπος]]» β. «ποταπή [[ενέργεια]]» γ. «σκληρά, [[δειλά]] αναθρέμματα της ποταπής Ασίας», Κάλβ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[ποδαπός]] «από ποιον [[τόπο]]», το οποίο χρησιμοποιήθηκε με σημ. «ποίος, [[πόσος]]» και εύκολα έλαβε στη [[συνέχεια]] μειωτική σημ. για αναξιόλογη [[ποιότητα]] ή [[ποσότητα]]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ποτᾰπός:''' Sext., NT = [[ποδαπός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:40, 1 January 2019
English (LSJ)
A v. ποδαπός.
German (Pape)
[Seite 688] adv. ποταπῶς, s. ποδαπός.
Greek (Liddell-Scott)
ποτᾰπός: -ή, -όν, ἰδὲ ἐν λ. ποδαπός.
English (Strong)
apparently from πότε and the base of ποῦ; interrogatively, whatever, i.e. of what possible sort: what (manner of).
English (Thayer)
(in Dionysius Halicarnassus, Josephus, Philo, others) for the older ποδαπός (cf. Lob. Phryn., p. 56f; Rutherford, New Phryn., p. 129; Winer s Grammar, 24; Curtius, p. 537,5th edition); according to the Greek grammarians equivalent to ἐκ ποίου δαπεδου, from what region; according to the conjecture of others equivalent to ποῦ ἀπό (Buttmann, Lexil. 1:126, compares the German wovon)), the delta δ' being inserted for the sake of euphony, as in the Latin prodire, prodesse; cf. Fritzsche on Mark , p. 554 f (still others regard (δαπος merely as an ending; cf. Apollonius Dyscolus, Buttmann's edition, the index under the word)), ποταπή, ποταπον;
1. from what country, race, or tribe? so from Aeschylus down.
2. from Demosth. down also equivalent to ποῖος, of what sort or quality? (what manner of?): absolutely of persons, 1 John 3:1.
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
τιποτένιος, χωρίς καμιά αξία, ευτελής (α. «ποταπός άνθρωπος» β. «ποταπή ενέργεια» γ. «σκληρά, δειλά αναθρέμματα της ποταπής Ασίας», Κάλβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ποδαπός «από ποιον τόπο», το οποίο χρησιμοποιήθηκε με σημ. «ποίος, πόσος» και εύκολα έλαβε στη συνέχεια μειωτική σημ. για αναξιόλογη ποιότητα ή ποσότητα].
Russian (Dvoretsky)
ποτᾰπός: Sext., NT = ποδαπός.