πραΰτροπος: Difference between revisions

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
(34)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> [[πράος]], [[ήπιος]] στους τρόπους<br /><b>2.</b> (και σχετικά με λόγο) [[γλυκός]], [[ήμερος]] («τὸ πραΰτροπον τοῡ λόγου», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πραΰς</i>, αθέματη [[μορφή]] του [[πρᾶος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τροπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρόπος]] <span style="color: red;"><</span> [[τρέπω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ποικιλό</i>-<i>τροπος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> [[πράος]], [[ήπιος]] στους τρόπους<br /><b>2.</b> (και σχετικά με λόγο) [[γλυκός]], [[ήμερος]] («τὸ πραΰτροπον τοῡ λόγου», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πραΰς</i>, αθέματη [[μορφή]] του [[πρᾶος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τροπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρόπος]] <span style="color: red;"><</span> [[τρέπω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ποικιλό</i>-<i>τροπος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''πρᾱΰτροπος:''' мягкосердечный, добродушный, ласковый Plut.
}}
}}

Revision as of 02:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρᾱΰτροπος Medium diacritics: πραΰτροπος Low diacritics: πραΰτροπος Capitals: ΠΡΑΫΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: praǘtropos Transliteration B: prautropos Transliteration C: praytropos Beta Code: prau/+tropos

English (LSJ)

ον,

   A gentle of mood, τὸ π. τοῦ λόγου Plu.2.493d (s. v. l.).

German (Pape)

[Seite 697] von sanfter Sinnesart, Plut. de am. prol. 1.

Greek (Liddell-Scott)

πρᾱΰτροπος: -ον, πρᾶος τοὺς τρόπους, Πλούτ. 2. 493D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a le caractère doux ; τὸ πραΰτροπον PLUT le bon caractère.
Étymologie: πραΰς, τρόπος.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πράος, ήπιος στους τρόπους
2. (και σχετικά με λόγο) γλυκός, ήμερος («τὸ πραΰτροπον τοῡ λόγου», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πραΰς, αθέματη μορφή του πρᾶος + -τροπος (< τρόπος < τρέπω), πρβλ. ποικιλό-τροπος].

Russian (Dvoretsky)

πρᾱΰτροπος: мягкосердечный, добродушный, ласковый Plut.