προαιτιάομαι: Difference between revisions

From LSJ

οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves

Source
(nl)
(4)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προ-αιτιάομαι van tevoren beschuldigen.
|elnltext=προ-αιτιάομαι van tevoren beschuldigen.
}}
{{elru
|elrutext='''προαιτιάομαι:''' ранее или наперед обвинять (τινα ὑφ᾽ ἁμαρτίαν εἶναι NT).
}}
}}

Revision as of 02:52, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προαιτιάομαι Medium diacritics: προαιτιάομαι Low diacritics: προαιτιάομαι Capitals: ΠΡΟΑΙΤΙΑΟΜΑΙ
Transliteration A: proaitiáomai Transliteration B: proaitiaomai Transliteration C: proaitiaomai Beta Code: proaitia/omai

English (LSJ)

   A accuse beforehand, τινὰ εἶναι Ep.Rom.3.9.

German (Pape)

[Seite 706] dep. med., vorher beschuldigen, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

προαιτιάομαι: ἀποθ., κατηγορῶ ἐκ τῶν προτέρων, προῃτιασάμεθα γάρ Ἰουδαίους τε καὶ Ἕλληνας, διότι προεξηλέγξαμεν Ἰουδ. κτλ., Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. γ΄, 9.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
accuser auparavant.
Étymologie: πρό, αἰτιάομαι.

English (Strong)

from πρό and a derivative of αἰτία; to accuse already, i.e. previously charge: prove before.

Greek Monotonic

προαιτιάομαι: αποθ., επιρρίπτω ευθύνες ή κατηγορίες από πριν, τινα εἶναι, σε Καινή Διαθήκη

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-αιτιάομαι van tevoren beschuldigen.

Russian (Dvoretsky)

προαιτιάομαι: ранее или наперед обвинять (τινα ὑφ᾽ ἁμαρτίαν εἶναι NT).