πρῳρεύς: Difference between revisions
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
(nl) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πρῳρεύς -έως, ὁ [πρῷρᾰ, vgl. πρῳρατεύω] tweede stuurman. | |elnltext=πρῳρεύς -έως, ὁ [πρῷρᾰ, vgl. πρῳρατεύω] tweede stuurman. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρῳρεύς:''' έως ὁ Xen., Dem., Arph. = [[πρῳράτης]] 1. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:16, 1 January 2019
English (LSJ)
έως, ὁ,
A officer in command at the bow, as the κυβερνήτης at the stern (= πρῳράτης), X. An.5.8.20, Oec.8.14, D.32.7, Arist.Pol.1253b29, GDI4335 (Rhodes), OGI674.11 (Egypt, i A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
πρῳρεύς: έως, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ὁ κατὰ τὴν πρῷραν πλοίου ἀγρυπνῶν ναύτης ἢ ἀξιωματικὸς ὡς ὁ κυβερνήτης κατὰ τὴν πρύμναν (πρβλ. πρῳράτης), «σκοπός», Ξεν. Ἀν. 5. 8, 20, Οἰκ. 8. 14, Δημ. 884. 5, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 4, 2, κτλ.· - παρ’ Ὁμ. ὡς κύρ. ὄνομά τινος ἐκ τῶν Φαιάκων, Ὀδ. Θ. 113, πρβλ. Πρυμνεύς.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
commandant de l’avant d’un navire, timonier, second du κυβερνήτης.
Étymologie: πρῴρα.
Greek Monotonic
πρῳρεύς: -έως, ἡ (πρῷρα), αξιωματικός που διευθύνει πάνω στην πρύμνη, σκοπός, σε Ξεν. κ.λπ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρῳρεύς -έως, ὁ [πρῷρᾰ, vgl. πρῳρατεύω] tweede stuurman.
Russian (Dvoretsky)
πρῳρεύς: έως ὁ Xen., Dem., Arph. = πρῳράτης 1.