ῥακά: Difference between revisions
From LSJ
ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ῥακά:''' Εβρ. [[λέξη]] που εκφράζει απόλυτη [[περιφρόνηση]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''ῥακά:''' Εβρ. [[λέξη]] που εκφράζει απόλυτη [[περιφρόνηση]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥακά:''' ὁ или τό indecl. (арам.) пустой человек NT. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:16, 1 January 2019
English (LSJ)
Hebr. word expressive of contempt, Ev.Matt.5.22.
Greek (Liddell-Scott)
ῥακά: ἐβραϊκὴ λέξις ἐκφράζουσα ἄκραν περιφρόνησιν, κενός, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 22.
English (Strong)
of Chaldee origin (compare רֵק); O empty one, i.e. thou worthless (as a term of utter vilification): Raca.
Greek Monolingual
ῥακά, ΝΑ
(εβραϊκή λ.) άκλ. λέξη υβριστική με την οποία πιθανώς δηλώνεται ο ανόητος, ο άμυαλος («ὅς δ' ἄν εἴπη τῷ άδελφῷ αὐτοῡ ῥακά, ἔνοχος ἔσται τῷ συνεδρίῳ», ΚΔ).
Greek Monotonic
ῥακά: Εβρ. λέξη που εκφράζει απόλυτη περιφρόνηση, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ῥακά: ὁ или τό indecl. (арам.) пустой человек NT.