σκιμβάζω: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
(37)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κιμβάζω]] και [[ὀκιμβάζω]] Α<br />[[λυγίζω]] τα γόνατά μου, [[οκλάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκιμβός]]. Το ρ. εμφανίζει και τους δυσερμήνευτους τ. [[κιμβάζω]] και [[ὀκιμβάζω]].
|mltxt=και [[κιμβάζω]] και [[ὀκιμβάζω]] Α<br />[[λυγίζω]] τα γόνατά μου, [[οκλάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκιμβός]]. Το ρ. εμφανίζει και τους δυσερμήνευτους τ. [[κιμβάζω]] και [[ὀκιμβάζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''σκιμβάζω:''' хромать, ковылять Arph.
}}
}}

Revision as of 03:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκιμβάζω Medium diacritics: σκιμβάζω Low diacritics: σκιμβάζω Capitals: ΣΚΙΜΒΑΖΩ
Transliteration A: skimbázō Transliteration B: skimbazō Transliteration C: skimvazo Beta Code: skimba/zw

English (LSJ)

   A halt, limp, Ar.Fr.853; cf. κιμβάζω, ὀκιμβάζω.

German (Pape)

[Seite 899] att. statt κιμβάζω, ὀκιμβάζω, hinken, hocken, niederkauern, B. A. 452, Ar. bei Phot.

Greek (Liddell-Scott)

σκιμβάζω: χωλαίνω, ὀκλάζω, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 678· ὡσαύτως κιμβάζω, ὀκιμβάζω, Ἡσύχ., ὅστις ἀναφέρει καὶ τὸ ἐπίθετον σκιμβός, ή, όν, χωλός, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 254.

Greek Monolingual

και κιμβάζω και ὀκιμβάζω Α
λυγίζω τα γόνατά μου, οκλάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιμβός. Το ρ. εμφανίζει και τους δυσερμήνευτους τ. κιμβάζω και ὀκιμβάζω.

Russian (Dvoretsky)

σκιμβάζω: хромать, ковылять Arph.