σύνερξις: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
(6) |
(4b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σύνερξις:''' ἡ ([[συνέργω]]), [[στενή]] [[σύνδεση]]· [[ένωση]] με τα [[δεσμά]] του γάμου, σε Πλάτ. | |lsmtext='''σύνερξις:''' ἡ ([[συνέργω]]), [[στενή]] [[σύνδεση]]· [[ένωση]] με τα [[δεσμά]] του γάμου, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σύνερξις:''' εως ἡ соединение, сочетание Plat.: ἡ τῶν γάμων σ. Plat. заключение браков. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:15, 1 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ, (συνέργω)
A forcing together, junction, ἐν τῇ σ. in close order of battle, D.C.50.32; ἡ τῶν γάμων σ. wedlock, Pl.Ti.18d: abs., Id.R.460a. 2 confinement, ἡ εἰς σῶμα σ. Porph.Sent.28, cf. Plu.Fr.6.2; ζῴων Porph.Abst.1.40.
German (Pape)
[Seite 1020] ἡ, Zusammendrängen, übh. Verbinden; Plat. Rep. V, 460 a; εἰς τὴν τῶν γάμων σύνερξιν, Tim. 18 d; Sp., wie D. Cass. 50, 32.
Greek (Liddell-Scott)
σύνερξις: ἡ, (συνέργω) σύγκλεισις, συμπύκνωσις, ἐν τῇ σ., ἐν πυκνῇ παρατάξει, Δίων Κ. 50. 32· τὴν τῶν γάμων σύνερξιν λάθρα μηχανᾶσθαι κλήροις τισίν; τὴν διὰ τῶν γάμων σύνδεσιν, Πλάτ. Τίμ. 18D· οὕτως, ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 460Α.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de resserrer ; resserrement ; particul. ordre de bataille en lignes serrées;
2 union.
Étymologie: συνέργω.
Greek Monolingual
-έρξεως, ἡ, Α συνέργω
στενή σύνδεση.
Greek Monolingual
-έρξεως, ἡ, Α συνέργω
στενή σύνδεση.
Greek Monotonic
σύνερξις: ἡ (συνέργω), στενή σύνδεση· ένωση με τα δεσμά του γάμου, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
σύνερξις: εως ἡ соединение, сочетание Plat.: ἡ τῶν γάμων σ. Plat. заключение браков.