συνδούλη: Difference between revisions

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
(39)
(4)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[σύνδουλος]].
|mltxt=ἡ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[σύνδουλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''συνδούλη:''' ἡ подруга по рабству Babr.
}}
}}

Revision as of 04:20, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 1009] ἡ, Mitsklavinn, Babr. 3, 6.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
fém. de σύνδουλος.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
βλ. σύνδουλος.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
βλ. σύνδουλος.

Russian (Dvoretsky)

συνδούλη: ἡ подруга по рабству Babr.