σωτηρίως: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(40)
(4b)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> <b>βλ.</b> [[σωτήριος]].
|mltxt=ΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> <b>βλ.</b> [[σωτήριος]].
}}
{{elru
|elrutext='''σωτηρίως:''' на благо ([[τεταγμένως]] καὶ σ. Sext.): σ. ἔχειν Plut. быть на пути к выздоровлению, чувствовать себя хорошо.
}}
}}

Revision as of 04:25, 1 January 2019

French (Bailly abrégé)

adv.
d’une manière salutaire : σωτηρίως ἔχειν PLUT être en convalescence.
Étymologie: σωτήριος.

Greek Monolingual

ΜΑ
επίρρ. βλ. σωτήριος.

Russian (Dvoretsky)

σωτηρίως: на благо (τεταγμένως καὶ σ. Sext.): σ. ἔχειν Plut. быть на пути к выздоровлению, чувствовать себя хорошо.