ταχύβουλος: Difference between revisions
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τᾰχύβουλος:''' -ον ([[βουλή]]), γρήγορος στη [[γνώμη]], αυτός που αποφασίζει [[γρήγορα]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''τᾰχύβουλος:''' -ον ([[βουλή]]), γρήγορος στη [[γνώμη]], αυτός που αποφασίζει [[γρήγορα]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τᾰχύβουλος:''' скорый на решения, т. е. быстро меняющий их, переменчивый (Ἀθηναῖοι Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:29, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A hasty in counsel, opp. μετάβουλος, perh. with allusion to the votes respecting Mytilene (Th.3.36), Ar.Ach.630; cf. Max.76.
German (Pape)
[Seite 1076] von schnellem Entschluß, den Entschluß schnell ändernd, Ἀθηναῖοι, Ar. Ach. 605.
Greek (Liddell-Scott)
ταχύβουλος: -ον, ὁ ταχέως βουλευόμενος ἢ ἀποφασίζων, ἀντίθετον τῷ μετάβουλος, ἴσως ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν περὶ Μυτιλήνης ἀπόφασιν (Θουκ. 3. 36), Ἀριστοφ. Ἀχ. 630, πρβλ. Μάξιμ. π. καταρχ. 76.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux résolutions précipitées, qui change promptement de résolution.
Étymologie: ταχύς, βουλή.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που αποφασίζει γρήγορα («διαβαλλόμενος ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν ἐν Ἀθηναίοις ταχυβούλοις», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -βουλος (< βουλή), πρβλ. κακό-βουλος].
Greek Monotonic
τᾰχύβουλος: -ον (βουλή), γρήγορος στη γνώμη, αυτός που αποφασίζει γρήγορα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
τᾰχύβουλος: скорый на решения, т. е. быстро меняющий их, переменчивый (Ἀθηναῖοι Arph.).