τιλμός: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
(41)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[τίλλω]]<br /><b>1.</b> βίαιη [[απόσπαση]] τών τριχών, [[μάδημα]]<br /><b>2.</b> [[εκρίζωση]], [[ξερίζωμα]] («τιλμὸς καλάμου», πάπ.)<br /><b>3.</b> [[εξαγωγή]] τών ινών φυτού («τιλμὸς σησάμου», πάπ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «τιλμὸς ὀσπρίων» — [[αποφλοίωση]] οσπρίων.
|mltxt=ὁ, Α [[τίλλω]]<br /><b>1.</b> βίαιη [[απόσπαση]] τών τριχών, [[μάδημα]]<br /><b>2.</b> [[εκρίζωση]], [[ξερίζωμα]] («τιλμὸς καλάμου», πάπ.)<br /><b>3.</b> [[εξαγωγή]] τών ινών φυτού («τιλμὸς σησάμου», πάπ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «τιλμὸς ὀσπρίων» — [[αποφλοίωση]] οσπρίων.
}}
{{elru
|elrutext='''τιλμός:''' ὁ вырывание волос (τιλμοὶ καὶ στιγμοί Aesch.).
}}
}}

Revision as of 04:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τιλμός Medium diacritics: τιλμός Low diacritics: τιλμός Capitals: ΤΙΛΜΟΣ
Transliteration A: tilmós Transliteration B: tilmos Transliteration C: tilmos Beta Code: tilmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A plucking or pulling out, of hair, A.Supp.839 (pl., lyr.), Men.Epit. 472; also, pulling up, καλάμου POxy.1692.10 (ii A.D.), 1631.9 (iii A.D.), cf. ὁλοτίλλω; joined with κνησμοί, as a symptom in sickness, Hp.Epid.1.23 (pl.).    II extraction of fibre, σησάμου PCair.Zen. 787.21 (iii B.C.); τ. ὀσπρίων, evulsitio, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1114] ὁ, = τίλσις; das Raufen des Haares, Aesch. Suppl. 879.

Greek (Liddell-Scott)

τιλμός: ὁ, τὸ τίλειν ἢ ἀποσπᾶν τὰς τρίχας, μάδημα τῶν τριχῶν, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 839· συναπτόμενον μετὰ τοῦ κνησμός, ὡς σύμπτωμα νόσου, Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ α΄ 959.

Greek Monolingual

ὁ, Α τίλλω
1. βίαιη απόσπαση τών τριχών, μάδημα
2. εκρίζωση, ξερίζωμα («τιλμὸς καλάμου», πάπ.)
3. εξαγωγή τών ινών φυτού («τιλμὸς σησάμου», πάπ.)
4. φρ. «τιλμὸς ὀσπρίων» — αποφλοίωση οσπρίων.

Russian (Dvoretsky)

τιλμός: ὁ вырывание волос (τιλμοὶ καὶ στιγμοί Aesch.).