τρέχνος: Difference between revisions
From LSJ
ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τρέχνος:''' -εος, τό, [[κλαδάκι]], σε Ανθ. (άγν. προέλ.). | |lsmtext='''τρέχνος:''' -εος, τό, [[κλαδάκι]], σε Ανθ. (άγν. προέλ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρέχνος:''' εος τό дор. ветвь, ветка Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:48, 1 January 2019
English (LSJ)
εος, τό,
A = τέρχνος, a twig, AP15.25.6 (Besant.Ara), Hsch.
German (Pape)
[Seite 1138] τό, dor, = τέρχνος, Dosiad. ara (XV, 25).
Greek (Liddell-Scott)
τρέχνος: -εος, τό, = τέρχνος, Ἀνθ. Π. 15. 25. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τρέχνος· στέλεχος, κλάδος, φυτόν, βλάστημα».
French (Bailly abrégé)
ους (τό) :
dor. c. τέρχνος.
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. τέρχνος.
Greek Monotonic
τρέχνος: -εος, τό, κλαδάκι, σε Ανθ. (άγν. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
τρέχνος: εος τό дор. ветвь, ветка Anth.