τοσαυταπλάσιος: Difference between revisions

From LSJ

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source
(41)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ασία, -ον, Α<br /><b>1.</b> τόσες φορές [[πολλαπλάσιος]], [[περισσότερος]] ή μεγαλύτερος<br /><b>2.</b> [[πολλαπλάσιος]] [[εξίσου]] με κάποιον άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τοσαῦτα</i>, πληθ. ουδ. της αντων. [[τοσοῦτος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πλάσιος]]].
|mltxt=-ασία, -ον, Α<br /><b>1.</b> τόσες φορές [[πολλαπλάσιος]], [[περισσότερος]] ή μεγαλύτερος<br /><b>2.</b> [[πολλαπλάσιος]] [[εξίσου]] με κάποιον άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τοσαῦτα</i>, πληθ. ουδ. της αντων. [[τοσοῦτος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πλάσιος]]].
}}
{{elru
|elrutext='''τοσαυταπλάσιος:''' (λᾰ) во столько раз больший: τ. [[ὅσος]] ὁ [[ἀριθμός]] Arst. пропорциональный числу.
}}
}}

Revision as of 04:52, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοσαυταπλάσιος Medium diacritics: τοσαυταπλάσιος Low diacritics: τοσαυταπλάσιος Capitals: ΤΟΣΑΥΤΑΠΛΑΣΙΟΣ
Transliteration A: tosautaplásios Transliteration B: tosautaplasios Transliteration C: tosaftaplasios Beta Code: tosautapla/sios

English (LSJ)

[πλᾰ], α, ον,

   A so many fold, so many times or so much more, corresponding to relat. ὁσαπλάσιος, Id.Pr. 917b23, 929b14; the same multiple as, Euc.5.1, Archim.Sph.Cyl.1.2, etc.:—also τοσαυτα-πλᾰσίων, ον, gen. ονος, Id.Aequil. 1.6, al., Theo Sm. P.76H.

German (Pape)

[Seite 1130] so vielfach, so viel Male mehr, Arist. probl. 19, 1.

Greek (Liddell-Scott)

τοσαυτᾰπλάσιος: [ᾰ], -α, -ον, τοσάκις πολλαπλάσιος, τοσάκις πλειότερος ἢ μεγαλύτερος, ἀνταποδιδόμενον πρὸς τὸ ὁσαπλάσιος, Ἀριστ. Πρβλ. 19. 2.

Greek Monolingual

-ασία, -ον, Α
1. τόσες φορές πολλαπλάσιος, περισσότερος ή μεγαλύτερος
2. πολλαπλάσιος εξίσου με κάποιον άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοσαῦτα, πληθ. ουδ. της αντων. τοσοῦτος + -πλάσιος].

Russian (Dvoretsky)

τοσαυταπλάσιος: (λᾰ) во столько раз больший: τ. ὅσοςἀριθμός Arst. пропорциональный числу.