τριχίας: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
(42)
(4b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br />[[είδος]] μικρής σαρδέλας, κν. τριχιάς ή [[φρίσσα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τριχωτός]], [[μαλλιαρός]]<br /><b>2.</b> μια από τις αποτυχημένες ζαριές στο [[παιχνίδι]] [[κυβεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καρχαρ</i>-<i>ίας</i>)].
|mltxt=ο, ΝΑ<br />[[είδος]] μικρής σαρδέλας, κν. τριχιάς ή [[φρίσσα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τριχωτός]], [[μαλλιαρός]]<br /><b>2.</b> μια από τις αποτυχημένες ζαριές στο [[παιχνίδι]] [[κυβεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καρχαρ</i>-<i>ίας</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''τρῐχίας:''' ου ὁ Arst. = [[τριχίς]].
}}
}}

Revision as of 04:52, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐχίας Medium diacritics: τριχίας Low diacritics: τριχίας Capitals: ΤΡΙΧΙΑΣ
Transliteration A: trichías Transliteration B: trichias Transliteration C: trichias Beta Code: trixi/as

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one that is hairy, Poll.4.148 sq.    II a smaller kind of τριχίς, Arist.HA598b12, Mnesim.4.38 (anap.), Dorio ap.Ath. 7.328e.    III an unlucky throw of the dice, Poll.7.204.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐχίας: -ου, ὁ, ὁ τετριχωμένος, «τὰ δὲ δούλων πρόσωπα κωμικά, ... κάτω τριχίαςκάτω τετριχωμένος» Πολυδ. Δ΄, 148 κἑξ. ΙΙ. μικρότερον εἶδος τοῦ ἰχθύος τριχίς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 10, Μνησίμαχος ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 38, Δωρίων παρ’ Ἀθην. 328Ε. ΙΙΙ. εἷς ἐκ τῶν φαύλων βόλων ἐν τῇ κυβείᾳ, Πολυδ. Ζ΄, 204.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
είδος μικρής σαρδέλας, κν. τριχιάς ή φρίσσα
αρχ.
1. τριχωτός, μαλλιαρός
2. μια από τις αποτυχημένες ζαριές στο παιχνίδι κυβεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + επίθημα -ίας (πρβλ. καρχαρ-ίας)].

Russian (Dvoretsky)

τρῐχίας: ου ὁ Arst. = τριχίς.