τραχώδης: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
(41)
(4b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ιων. τ. [[τρηχώδης]], -ῶδες, Α [[τραχύς]]<br />αυτός που [[είναι]] από τη [[φύση]] του [[τραχύς]].
|mltxt=και ιων. τ. [[τρηχώδης]], -ῶδες, Α [[τραχύς]]<br />αυτός που [[είναι]] από τη [[φύση]] του [[τραχύς]].
}}
{{elru
|elrutext='''τρᾱχώδης:''' суровый (Arst. - v. l. к [[τραχύς]]).
}}
}}

Revision as of 04:54, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾱχώδης Medium diacritics: τραχώδης Low diacritics: τραχώδης Capitals: ΤΡΑΧΩΔΗΣ
Transliteration A: trachṓdēs Transliteration B: trachōdēs Transliteration C: trachodis Beta Code: traxw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A of rough nature, v. l. in Arist.HA549b14, interpol. in Dsc.3.13.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾱχώδης: -ες, ὁ ἔχων τραχεῖαν φύσιν, τραχὺς τὴν φύσιν, διάφ. γραφ. παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 17, 8, Θεοφρ. π. Λίθων 400, Διοσκ. 3. 13 (15).

Greek Monolingual

και ιων. τ. τρηχώδης, -ῶδες, Α τραχύς
αυτός που είναι από τη φύση του τραχύς.

Russian (Dvoretsky)

τρᾱχώδης: суровый (Arst. - v. l. к τραχύς).