Τύριος: Difference between revisions
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Τύριος:''' -α, -ον ([[Τύρος]]), αυτός που προέρχεται από την Τύρο, σε Ηρόδ. κ.λπ. | |lsmtext='''Τύριος:''' -α, -ον ([[Τύρος]]), αυτός που προέρχεται από την Τύρο, σε Ηρόδ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Τύριος:''' (ῠ) тирский Her., Trag.<br /><b class="num">II</b> ὁ тириец Her., Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:56, 1 January 2019
English (LSJ)
[ῠ], α, ον,
A Tyrian, Hdt.2.112, etc.; πορφύρα PHolm.26.8,23.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Tyr, tyrien.
Étymologie: Τύρος.
English (Strong)
from Τύρος; a Tyrian, i.e. inhabitant of Tyrus: of Tyre.
English (Thayer)
Τύριου, ὁ, ἡ, a Tyrian, inhabitant of Tyre: Herodotus, others.))
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α Τύρος
1. κάτοικος της πόλης Τύρου
2. αυτός που κατάγεται από την Τύρο
3. ως προσηγ. αυτός που προέρχεται από την Τύρο.
Greek Monotonic
Τύριος: -α, -ον (Τύρος), αυτός που προέρχεται από την Τύρο, σε Ηρόδ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
Τύριος: (ῠ) тирский Her., Trag.
II ὁ тириец Her., Arst.