τριγλοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τριγλοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που κουβαλά [[μπαρμπούνια]], [[τριγλοφόρος]] [[χιτών]], [[δίχτυ]] για το [[πιάσιμο]], την [[αλίευση]] των μπαρμπουνιών, σε Ανθ.
|lsmtext='''τριγλοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που κουβαλά [[μπαρμπούνια]], [[τριγλοφόρος]] [[χιτών]], [[δίχτυ]] για το [[πιάσιμο]], την [[αλίευση]] των μπαρμπουνιών, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''τριγλοφόρος:''' несущий, т. е. служащий для ловли тригл ([[χιτών]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 04:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριγλοφόρος Medium diacritics: τριγλοφόρος Low diacritics: τριγλοφόρος Capitals: ΤΡΙΓΛΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: triglophóros Transliteration B: triglophoros Transliteration C: trigloforos Beta Code: triglofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A bearing mullets, τ. χιτών a net for catching them, AP6.11 (Satyrius).

Greek (Liddell-Scott)

τριγλοφόρος: -ον, ὁ φέρων τρίγλας, τρ. χιτών, δίκτυον πρὸς ἄγρευσιν αὐτῶν, Ἀνθ. Π. 6. 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui contient des mulets ou des rougets (filet).
Étymologie: τρίγλα, φέρω.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που φέρει τρίγλες, που έχει μπαρμπούνια
2. φρ. «τριγλοφόρος χιτών» — δίχτυ για αλιεία τρίγλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγλη «μπαρμπούνι» + -φόρος].

Greek Monotonic

τριγλοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που κουβαλά μπαρμπούνια, τριγλοφόρος χιτών, δίχτυ για το πιάσιμο, την αλίευση των μπαρμπουνιών, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τριγλοφόρος: несущий, т. е. служащий для ловли тригл (χιτών Anth.).