τριήραρχος: Difference between revisions
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τριήραρχος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[κυβερνήτης]] τριήρους, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> στην Αθήνα, [[τριήραρχος]] καλούνταν ο [[πολίτης]], ο [[οποίος]] (ή [[μόνος]] ή από κοινού με άλλους) όφειλε να εξοπλίσει τριήρη στην [[υπηρεσία]] του δημοσίου, σε Αριστοφ., Θουκ. | |lsmtext='''τριήραρχος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[κυβερνήτης]] τριήρους, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> στην Αθήνα, [[τριήραρχος]] καλούνταν ο [[πολίτης]], ο [[οποίος]] (ή [[μόνος]] ή από κοινού με άλλους) όφειλε να εξοπλίσει τριήρη στην [[υπηρεσία]] του δημοσίου, σε Αριστοφ., Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τριήραρχος:''' ὁ триерарх<br /><b class="num">1)</b> командир триеры Her., Thuc., Xen.;<br /><b class="num">2)</b> командующий триерами, т. е. флотом Polyb.;<br /><b class="num">3)</b> в Афинах - лицо, обязанное снарядить на свой счет триеру для государства Thuc., Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:00, 1 January 2019
English (LSJ)
(proparox.), ὁ,
A captain of a trireme, Hdt.8.93, Ar.Th.837 (troch.), Th.4.11, 7.70, X.HG1.1.25, OGI773.5 (Ios, iv B. C.), IG22.1631.343 (iv B. C.), 884.11 (iii/ii B. C.), BGU1744.11 (i B. C.), POxy.1508.4 (ii A. D.), etc. II trierarch, one who (singly or jointly with other citizens) had to fit out a trireme for the public service, Ar.Ach.546, Th.6.31, 7.13, IG12.304.36, al., 22.1.27, 1609.57, 1612.133, 1629.3, 183, etc.— τρῐηραρχ-άρχης is a later form, meaning naval commander in general, Gal. Thras.47.
Greek (Liddell-Scott)
τριήραρχος: ὁ, ὁ κυβερνήτης τριήρους, τοῖσι Ἀθηναίων τριηράρχοισι Ἡρόδ. 8. 93· ἢ τριήραρχον πονηρὸν Ἀριστοφ. Θεσμ. 837, Θουκ. 4. 11., 7. 70, Ξεν. Ἑλλ. 1. 1. 25, κλπ. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις ἐκαλεῖτο τριήραρχος ὁ πολίτης ὅστις (ἢ μόνος ἢ ἀπὸ κοινοῦ μετ’ ἄλλων) ὤφειλε νὰ ἐξοπλίσῃ τριήρη εἰς ὑπηρεσίαν τοῦ δημοσίου ὢν ἅμα ὑπεύθυνος καὶ περὶ τὴν κυβέρνησιν ἢ διοίκησιν αὐτῆς, Ἀριστοφ. Ἀχαρν. 546, Θουκ. 6. 31., 7. 13, κλπ. ― τριηράρχης εἶναι τύπος μεταγεν., Γαλην. τ. 6. σ. 39. ― Πρβλ. τριηραρχία ΙΙ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τριήραρχος· τριήρους ἄρχων, ἤτοι πλοίων πολεμικῶν».
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
triérarche;
1 commandant d’une trière;
2 à Athènes citoyen riche tenu d’équiper une trière à ses frais ou à frais avec d’autres.
Étymologie: τριήρης, ἄρχω.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
(στην αρχ. Αθήνα) εύπορος πολίτης ο οποίος ήταν υποχρεωμένος να εξοπλίσει τριήρη και να την κυβερνήσει ο ίδιος ή αντικαταστάτης του
αρχ.
ο κυβερνήτης τριήρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριήρης + -αρχος].
Greek Monotonic
τριήραρχος: ὁ,
I. κυβερνήτης τριήρους, σε Ηρόδ., Αττ.
II. στην Αθήνα, τριήραρχος καλούνταν ο πολίτης, ο οποίος (ή μόνος ή από κοινού με άλλους) όφειλε να εξοπλίσει τριήρη στην υπηρεσία του δημοσίου, σε Αριστοφ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
τριήραρχος: ὁ триерарх
1) командир триеры Her., Thuc., Xen.;
2) командующий триерами, т. е. флотом Polyb.;
3) в Афинах - лицо, обязанное снарядить на свой счет триеру для государства Thuc., Arph.