Anonymous

ὕλαγμα: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὕλαγμα:''' [ῠ], -ατος, τό ([[ὑλάω]]), γαύγισμα σκύλου, σε Ευρ.· μεταφ., <i>νηπίοις ὑλάγμασιν</i>, με τσιρίγματα, κραυγές, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ὕλαγμα:''' [ῠ], -ατος, τό ([[ὑλάω]]), γαύγισμα σκύλου, σε Ευρ.· μεταφ., <i>νηπίοις ὑλάγμασιν</i>, με τσιρίγματα, κραυγές, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὕλαγμα:''' ατος (ῠ) τό (тж. pl.) лай (κυνῶν ὑλάγματα Eur.): μὴ προτιμήσῃς τῶνδ᾽ ὑλαγμάτων Aesch. не обращай внимания на (эту) брехню.
}}
}}