3,274,313
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὕλαγμα:''' [ῠ], -ατος, τό ([[ὑλάω]]), γαύγισμα σκύλου, σε Ευρ.· μεταφ., <i>νηπίοις ὑλάγμασιν</i>, με τσιρίγματα, κραυγές, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ὕλαγμα:''' [ῠ], -ατος, τό ([[ὑλάω]]), γαύγισμα σκύλου, σε Ευρ.· μεταφ., <i>νηπίοις ὑλάγμασιν</i>, με τσιρίγματα, κραυγές, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὕλαγμα:''' ατος (ῠ) τό (тж. pl.) лай (κυνῶν ὑλάγματα Eur.): μὴ προτιμήσῃς τῶνδ᾽ ὑλαγμάτων Aesch. не обращай внимания на (эту) брехню. | |||
}} | }} |