ὑπέργειος: Difference between revisions
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
(43) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[ὑπέργειος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] από την [[επιφάνεια]] της γής, [[πάνω]] από την [[επιφάνεια]] του εδάφους («[[υπέργειος]] [[βλαστός]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] από τη Γη (α. «τα γήινα και τα υπέργεια» β. «[[υπέργειος]] [[σελήνη]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>oἱ υπέργειοι</i><br />οι αντίθετοι [[προς]] τους αντίποδες<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που φαίνεται [[πάνω]] από τον ορίζοντα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ὑπεργείως]] Μ<br />[[πάνω]] από τη γη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γειος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>γῆ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ἐπί</i>-<i>γειος</i>, [[κατά]]-<i>γειος</i>]. | |mltxt=-α, -ο / [[ὑπέργειος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] από την [[επιφάνεια]] της γής, [[πάνω]] από την [[επιφάνεια]] του εδάφους («[[υπέργειος]] [[βλαστός]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] από τη Γη (α. «τα γήινα και τα υπέργεια» β. «[[υπέργειος]] [[σελήνη]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>oἱ υπέργειοι</i><br />οι αντίθετοι [[προς]] τους αντίποδες<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που φαίνεται [[πάνω]] από τον ορίζοντα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ὑπεργείως]] Μ<br />[[πάνω]] από τη γη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γειος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>γῆ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ἐπί</i>-<i>γειος</i>, [[κατά]]-<i>γειος</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπέργειος:''' наземный (sc. τὰ ζῷα Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:08, 1 January 2019
English (LSJ)
ον, (γῆ)
A above ground, opp. τρωγλοδυτικός, of animals, Arist.HA488a24, cf. Gp.10.18.8; opp. ὑπόγειος, Poll.5.150; above the horizon, σελήνη Gp.1.7.1; φορά (of the moon) Gal.9.906; ζῴδια Vett.Val.98.9; τὸ ὑ. ἡμισφαίριον Cat.Cod.Astr.4.150.
German (Pape)
[Seite 1193] über der Erde, überirdisch, Arist. H. A. 1, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέργειος: -ον, (γέα, γῆ) ὁ ὑπὲρ τὴν γῆν, ἀντίθετον τῷ τρωγλοδυτικός, ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 27· ἀντίθετον τῷ ὑπόγειος, Πολυδ. Ε΄, 150· οἱ ὑπέργειοι ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ ἀντίποδες, Εὐστ. Πονημάτ. 89. 88.
Greek Monolingual
-α, -ο / ὑπέργειος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια της γής, πάνω από την επιφάνεια του εδάφους («υπέργειος βλαστός»)
2. αυτός που βρίσκεται πάνω από τη Γη (α. «τα γήινα και τα υπέργεια» β. «υπέργειος σελήνη»)
μσν.
το αρσ. ως ουσ. oἱ υπέργειοι
οι αντίθετοι προς τους αντίποδες
αρχ.
αυτός που φαίνεται πάνω από τον ορίζοντα.
επίρρ...
ὑπεργείως Μ
πάνω από τη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -γειος (< γῆ), πρβλ. ἐπί-γειος, κατά-γειος].
Russian (Dvoretsky)
ὑπέργειος: наземный (sc. τὰ ζῷα Arst.).