τρυφερότης: Difference between revisions
From LSJ
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
(6_12) |
(4b) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῠφερότης''': -ητος, ἡ, [[ἁβρότης]], [[ἁπαλότης]], [[λεπτότης]], [[μαλθακότης]], Ἀριστ. Ἠθικ. Εὐδ. 2. 3, 4, Ἀθήν. 544Ε. | |lstext='''τρῠφερότης''': -ητος, ἡ, [[ἁβρότης]], [[ἁπαλότης]], [[λεπτότης]], [[μαλθακότης]], Ἀριστ. Ἠθικ. Εὐδ. 2. 3, 4, Ἀθήν. 544Ε. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρῠφερότης:''' ητος ἡ изнеженность, тж. нега, роскошь Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:12, 1 January 2019
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A luxury, Arist.EE1221a9, LXXDe. 28.56, Ath.12.544f.
Greek (Liddell-Scott)
τρῠφερότης: -ητος, ἡ, ἁβρότης, ἁπαλότης, λεπτότης, μαλθακότης, Ἀριστ. Ἠθικ. Εὐδ. 2. 3, 4, Ἀθήν. 544Ε.
Russian (Dvoretsky)
τρῠφερότης: ητος ἡ изнеженность, тж. нега, роскошь Arst.