ὑπόρνυμι: Difference between revisions
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπόρνῡμι:''' μέλ. <i>-όρσω</i>, αόρ. αʹ <i>-ῶρσα</i>· [[διεγείρω]], [[εξάπτω]], [[ξεσηκώνω]], [[αφυπνίζω]] [[μυστικά]], [[κρυφά]] ή σταδιακά, σε Όμηρ.· τοῖον γὰρ [[ὑπώρορε]] [[Μοῦσα]], τέτοια ήταν η [[δύναμη]] της Μούσας να κινητοποιεί, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., σηκώνομαι [[κρυφά]] ή σταδιακά, στο ίδ. | |lsmtext='''ὑπόρνῡμι:''' μέλ. <i>-όρσω</i>, αόρ. αʹ <i>-ῶρσα</i>· [[διεγείρω]], [[εξάπτω]], [[ξεσηκώνω]], [[αφυπνίζω]] [[μυστικά]], [[κρυφά]] ή σταδιακά, σε Όμηρ.· τοῖον γὰρ [[ὑπώρορε]] [[Μοῦσα]], τέτοια ήταν η [[δύναμη]] της Μούσας να κινητοποιεί, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., σηκώνομαι [[κρυφά]] ή σταδιακά, στο ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπόρνῡμι:''' преимущ. in tmesi мало-помалу или тайно возбуждать (πᾶσιν ὑφ᾽ [[ἵμερον]] [[ὦρσε]] γόοιο Hom.): [[τοῖον]] γὰρ [[ὑπώρορε]] [[Μοῦσα]] Hom. к этому побудила (своими песнями) Муза; πολὺς δ᾽ ὑπὸ [[κόμπος]] [[ὀρώρει]] Hom. поднялся сильный шум. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:20, 1 January 2019
English (LSJ)
aor. 1 -ῶρσα, aor. 2 -ώρορε (v. infr.):—
A rouse secretly or gradually, mostly in tmesi, πᾶσιν ὑφ' ἵμερον ὦρσε γόοιο Il. 23.108, cf. Od.4.113; in aor. 2, τοῖον γὰρ ὑπώρορε Μοῦσα such was the Muse's power to move, 24.62:—Pass., rise secretly or gradually, τοῖσιν ὑφ' ἵμερος ὦρτο γόοιο 16.215: so in plpf. Act. (intr.), πολὺς δ' ὑπὸ κόμπος ὀρώρει 8.380.
German (Pape)
[Seite 1230] (s. ὄρνυμι), darunter, dabei od. allmälig erregen, in Bewegung setzen; in tmesi, πᾶσιν ὑφ' ἵμερον ὦρσε γόοιο, Il. 23, 108. 153 Od. 4, 113. 183 u. sonst; aor. II., τοῖον γὰρ ὑπώρορε Μοῦσα, 24, 62. – Pass. darunter allmälig entstehen, τοῖσιν ὑφ' ἵμερος ὦρτο γόοιο, Od. 16, 215; zu welcher Bdtg auch das perf. II. act. gehört, πολὺς δ' ὑπὸ κόμπος ὀρώρει, 8, 380.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόρνῡμι: μέλλ. -όρσω, ἀόρ. α΄ -ῶρσα. Διεγείρω ἐνδομύχως ἢ κατὰ μικρόν, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τμήσει, πᾶσιν ὑφ’ ἵμερον ὦρσε γόοιο Ἰλ. Ψ. 108, Ὀδ. Δ. 113· ἐν τῷ ἀορ. β΄, τοῖον γὰρ ὑπώρορε Μοῦσα, τοιοῦτον διήγειρε θρῆνον ἡ Μοῦσα, Ὀδ. Ω. 62. - Παθ., ἐγείρομαι ἐνδομύχως ἢ κατὰ μικρόν, τοῖσιν ὑφ’ ἵμερος ὦρτο γόοιο ΙΙ. 215· οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ. ὑπερσ. (ἀμεταβ.), πολὺς δ’ ὑπὸ κόμπος ὀρώρει Θ. 380.
French (Bailly abrégé)
f. ὑπόρσω, ao. ὑπῶρσα, pf. ὑπώρορα;
exciter peu à peu, faire naître insensiblement.
Étymologie: ὑπό, ὄρνυμι.
Greek Monolingual
Α
διεγείρω, υποκινώ λίγο ή κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ὄρνυμι «διεγείρω, εξεγείρω»].
Greek Monotonic
ὑπόρνῡμι: μέλ. -όρσω, αόρ. αʹ -ῶρσα· διεγείρω, εξάπτω, ξεσηκώνω, αφυπνίζω μυστικά, κρυφά ή σταδιακά, σε Όμηρ.· τοῖον γὰρ ὑπώρορε Μοῦσα, τέτοια ήταν η δύναμη της Μούσας να κινητοποιεί, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., σηκώνομαι κρυφά ή σταδιακά, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόρνῡμι: преимущ. in tmesi мало-помалу или тайно возбуждать (πᾶσιν ὑφ᾽ ἵμερον ὦρσε γόοιο Hom.): τοῖον γὰρ ὑπώρορε Μοῦσα Hom. к этому побудила (своими песнями) Муза; πολὺς δ᾽ ὑπὸ κόμπος ὀρώρει Hom. поднялся сильный шум.