χοροίτυπος: Difference between revisions
From LSJ
(46) |
(4b) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />(για μουσικό όργανο) αυτός που παίζεται για τον χορό ή στον χορό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χοροῖ</i>, τοπική του [[χορός]], <span style="color: red;">+</span> -[[τύπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τύπτω]] «[[χτυπώ]]»), <b>πρβλ.</b> [[ἀντί]]-<i>τυπος</i>. Για τη [[μορφή]] του α' συνθετικού <b>βλ. λ.</b> [[χοροιθαλής]]. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο επί θ. παθ. σημ.]. | |mltxt=-ον, ΜΑ<br />(για μουσικό όργανο) αυτός που παίζεται για τον χορό ή στον χορό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χοροῖ</i>, τοπική του [[χορός]], <span style="color: red;">+</span> -[[τύπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τύπτω]] «[[χτυπώ]]»), <b>πρβλ.</b> [[ἀντί]]-<i>τυπος</i>. Για τη [[μορφή]] του α' συνθετικού <b>βλ. λ.</b> [[χοροιθαλής]]. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο επί θ. παθ. σημ.]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χοροίτῠπος:''' ударяемый в такт пляски ([[λύρα]] HH). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:16, 1 January 2019
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
frappé (de l’archet) pour un chœur de danse (lyre).
Étymologie: χορός, τύπτω.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
(για μουσικό όργανο) αυτός που παίζεται για τον χορό ή στον χορό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοροῖ, τοπική του χορός, + -τύπος (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. ἀντί-τυπος. Για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. χοροιθαλής. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο επί θ. παθ. σημ.].
Russian (Dvoretsky)
χοροίτῠπος: ударяемый в такт пляски (λύρα HH).