κέκλετο: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
(5)
(nl)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κέκλετο:''' γʹ ενικ. Επικ. αόρ. βʹ του [[κέλομαι]].
|lsmtext='''κέκλετο:''' γʹ ενικ. Επικ. αόρ. βʹ του [[κέλομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=κέκλετο ep. indic. aor. med. 3 sing. van κέλομαι.
}}
}}

Revision as of 07:04, 1 January 2019

English (Autenrieth)

see κέλομαι.

Greek Monotonic

κέκλετο: γʹ ενικ. Επικ. αόρ. βʹ του κέλομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κέκλετο ep. indic. aor. med. 3 sing. van κέλομαι.