κροσσωτός: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(3)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κροσσωτός:''' обшитый бахромой ([[ἐφεστρίς]] Plut.).
|elrutext='''κροσσωτός:''' обшитый бахромой ([[ἐφεστρίς]] Plut.).
}}
{{elnl
|elnltext=κροσσωτός -ή -όν [κροσσοί: kwast, franje] met franjes, van franjes voorzien.
}}
}}

Revision as of 07:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κροσσωτός Medium diacritics: κροσσωτός Low diacritics: κροσσωτός Capitals: ΚΡΟΣΣΩΤΟΣ
Transliteration A: krossōtós Transliteration B: krossōtos Transliteration C: krossotos Beta Code: krosswto/s

English (LSJ)

ή, όν, also ός, όν Lyc.1102:—

   A tasselled, fringed, l.c., Plu.Luc.28, Poll.4.120, POxy.1273.14 (iii A. D.): Subst. κροσσωτός (sc. χιτών), ὁ, LXXPs. 44(45).14; cf. κροκωτός 2.    II (κρόσσαι) stepped, σταυροῖσι -ωτὴ πτέρυξ, of a wall, Lyc.291 (v.l. κορς-).

German (Pape)

[Seite 1513] betroddelt, mit Troddeln, Quasten versehen, verbrämt; ἐσθής Poll. 4, 120; ῥαφαί Lycophr. 1102; a. Sp., wie VLL.

Greek (Liddell-Scott)

κροσσωτός: -ή, -όν, ἔχων κροσσούς, θυσάνους, Λυκόφρ. 1102, Πλουτ. Λυκ. 28, Ἑβδ. (Ψαλ. ΜΔ΄, 15)· πρβλ. κροκωτός· ― ὡς οὐσιαστ., κροσσωτὸς (δηλ. χιτών), ὁ, ὁ, χιτὼν μετὰ κροσσῶν, Κλήμ. Ἀλ. 236, Εὐστ., κτλ. ― Ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. σ. 541. 8, Γουδ. Ἐτυμ. 349. 33, κροσσόω ῥῆμα κατὰ συνθήκην πλασθὲν χάριν τῆς ἐτυμολογίας τῆς λέξεως.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
garni d’une frange ou d’une bordure.
Étymologie: κροσσός.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM κροσσωτός, -όν, θηλ. και, -ή)
αυτός που έχει κρόσσια, θυσανωτός
νεοελλ.
ανατ. φρ. «κροσωτό επιθήλιο» — επιθηλιακός ιστός του οποίου τα κύτταρα φέρουν κροσσούς με την κίνηση τών οποίων επιτυγχάνεται η αποβολή ξένων σωματιδίων ή απεκκριμάτων από την κοιλότητα του σώματος την οποία αυτά επενδύουν, αλλ. βλεφαριδωτό επιθήλιο
αρχ.
1. ζωγραφισμένος τοίχος
2. το αρσ. ως ουσ.κροσσωτός
χιτώνας με κρόσσια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόσσαι + -ωτός (πρβλ. θυσανωτός)
η λ. αρχικά σήμαινε τον διακοσμημένο τοίχο και στη συνέχεια η σημ. της επεκτάθηκε και στη διακόσμηση υφασμάτων].

Russian (Dvoretsky)

κροσσωτός: обшитый бахромой (ἐφεστρίς Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κροσσωτός -ή -όν [κροσσοί: kwast, franje] met franjes, van franjes voorzien.