προθυμητέον: Difference between revisions
From LSJ
Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt
(6) |
(nl) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προθῡμητέον:''' ρημ. επίθ., αυτό για το οποίο πρέπει [[κάποιος]] να φανεί [[πρόθυμος]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''προθῡμητέον:''' ρημ. επίθ., αυτό για το οποίο πρέπει [[κάποιος]] να φανεί [[πρόθυμος]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προθυμητέον, adj. verb. van προθύμεομαι, men moet streven naar, met inf.:; προθυμητέον ὑγιῶς ἔχειν men moet zijn best doen gezond te zijn Plat. Phaed. 90e; = plur. προθυμητέα. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:20, 1 January 2019
English (LSJ)
A one must be eager, c. inf., Pl.Phd.90e, al., Plu.2.723e: pl. προθῡμ-τέα, Pl.Lg.770b.
Greek (Liddell-Scott)
προθῡμητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ φανῇ πρόθυμος, μετ’ ἀπαρ., Πλάτ. Φαίδων 90Ε, ἀλ.· οὕτως ἐν τῷ πληθ. -τέα, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 770Β.
Greek Monotonic
προθῡμητέον: ρημ. επίθ., αυτό για το οποίο πρέπει κάποιος να φανεί πρόθυμος, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προθυμητέον, adj. verb. van προθύμεομαι, men moet streven naar, met inf.:; προθυμητέον ὑγιῶς ἔχειν men moet zijn best doen gezond te zijn Plat. Phaed. 90e; = plur. προθυμητέα.