σύμφυρτος: Difference between revisions
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
(4) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σύμφυρτος:''' смешанный: σύμφυρτα ἦν ἅπαντα Eur. все смешалось (в кучу). | |elrutext='''σύμφυρτος:''' смешанный: σύμφυρτα ἦν ἅπαντα Eur. все смешалось (в кучу). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σύμφυρτος -ον [συμφύρω] door elkaar gemengd, verward. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:52, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A commingled, confounded, E.Hipp.1234.
German (Pape)
[Seite 993] durch einander geknetet, verwirrt, σύμφυρτα ἦν ἅπαντα Eur. Hipp. 1234.
Greek (Liddell-Scott)
σύμφυρτος: -ον, συμπεφυρμένος, σύμφυρτα δ’ ἦν ἅπαντα Εὐρ. Ἱππ. 1234.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
confondu, confus, brouillé.
Étymologie: συμφύρω.
Greek Monolingual
-η, -ο / σύμφυρτος, -ον, ΝΜΑ, και συμφυρτός, -ή, -ό, Ν συμφύρω
αυτός που προέρχεται από σύμφυρση, ανακατεμένος, ανάκατος.
Greek Monolingual
-η, -ο / σύμφυρτος, -ον, ΝΜΑ, και συμφυρτός, -ή, -ό, Ν συμφύρω
αυτός που προέρχεται από σύμφυρση, ανακατεμένος, ανάκατος.
Greek Monotonic
σύμφυρτος: -ον, ανάμεικτος, ανακατωμένος, σύμμεικτος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
σύμφυρτος: смешанный: σύμφυρτα ἦν ἅπαντα Eur. все смешалось (в кучу).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύμφυρτος -ον [συμφύρω] door elkaar gemengd, verward.