στῆμεν: Difference between revisions

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
(6)
(nl)
 
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στῆμεν:''' [[στήμεναι]], Επικ. απαρ. αορ. βʹ του [[ἵστημι]].
|lsmtext='''στῆμεν:''' [[στήμεναι]], Επικ. απαρ. αορ. βʹ του [[ἵστημι]].
}}
{{elnl
|elnltext=στῆμεν, στήμεναι ep. inf. stamaor. van ἵσταμαι (ἵστημι).
}}
}}

Latest revision as of 08:53, 1 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

στῆμεν: στήμεναι, Ἐπικ. ἀπαρ. ἀορ. β΄ τοῦ ἵστημι.

Greek Monotonic

στῆμεν: στήμεναι, Επικ. απαρ. αορ. βʹ του ἵστημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στῆμεν, στήμεναι ep. inf. stamaor. van ἵσταμαι (ἵστημι).