συμπαραλαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
(nl)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=(T WH συνπαραλαμβάνω (cf. [[σύν]], II. at the [[end]])); 2nd aorist συμπαρελαβον; to [[take]] [[along]] [[together]] [[with]] ([[Plato]], [[Aristotle]], [[Plutarch]], others); in the N. T. to [[take]] [[with]] [[one]] as a [[companion]]: τινα, Galatians 2:1.
|txtha=(T WH συνπαραλαμβάνω (cf. [[σύν]], II. at the [[end]])); 2nd aorist συμπαρελαβον; to [[take]] [[along]] [[together]] [[with]] ([[Plato]], [[Aristotle]], [[Plutarch]], others); in the N. T. to [[take]] [[with]] [[one]] as a [[companion]]: τινα, Galatians 2:1.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[παραλαμβάνω]]<br /><b>1.</b> [[παίρνω]] κάποιον [[μαζί]] μου, [[κυρίως]] ως μέτοχο ή συνεργό<br /><b>2.</b> [[λαμβάνω]] υπ' όψιν [[κάτι]] [[ακόμη]], [[συνυπολογίζω]]<br /><b>3.</b> [[περιλαμβάνω]] ή [[αποδέχομαι]] κάποιον [[ακόμη]] σε ένα όλο («[[ἅτερος]] συμπαρέλαβε τοὺς ἐκτὸς τῆς πολιτείας ὡς ἐπηρεασθεὶς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>συμπαραλαμβάνομαι</i><br />α) προσκαλούμαι [[κάπου]]<br />β) (ειδικά) προσκαλούμαι [[κάπου]] προκειμένου να πω τη [[γνώμη]] μου σχετικά με ένα σοβαρό [[ζήτημα]]<br />γ) καλούμαι για [[βοήθεια]]<br />δ) εμπλέκομαι τυχαία σε [[κάτι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαραλαμβάνω Medium diacritics: συμπαραλαμβάνω Low diacritics: συμπαραλαμβάνω Capitals: ΣΥΜΠΑΡΑΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: symparalambánō Transliteration B: symparalambanō Transliteration C: symparalamvano Beta Code: sumparalamba/nw

English (LSJ)

   A take along with one, take in as an adjunct or assistant, κοινωνόν τι σ. Pl.Phd.65b, cf. 84d, La.179e, Act.Ap.15.37; τινὰ ἑαυτῷ BGU226.12 (i A.D.); σ. τὴν ἐκτὸς εὐετηρίαν include in their account, Arist.EN1098b26; τὰς τῶν προτέρων δόξας Id. de An.403b22; τὰ ὁμολογούμενα Thphr.CP5.3.7; σ. τοὺς ἐκτὸς τῆς πολιτείας adopt as partisans, Arist.Pol.1304a16; call in for advice, φίλους Phld.Oec. p.72J.; in receipts, aor. συνπαρέλαβα received also by me, PRyl.189.8 (ii A.D.):—Pass., to be invited, Anticl. ap. Ath.4.157f, Ph.1.328, J.AJ15.2.7; σ. ἐπὶ τὰ πράγματα to be called into counsel, D.H.7.55; to be incidentally involved, Phld.Lib.p.29O.; to be called in to help, Sor.2.15.

German (Pape)

[Seite 984] (s. λαμβάνω), mit dazu an- od. aufnehmen, Plat. Phaed. 65 a Lach. 179 e u. Sp., wie Pol. 2, 10, 1.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαραλαμβάνω: παραλαμβάνω μετ’ ἐμαυτοῦ, λαμβάνω ὡς μέτοχον ἢ βοηθόν, προσλαμβάνω, περιλαμβάνω, κοινωνόν τι σ. Πλάτ. Φαίδων 65Α, πρβλ. 84D, Λάχ. 179Ε· σ. τὴν ἐκτὸς εὐετηρίαν, περιλαμβάνω εἰς τὸν ὑπολογισμόν, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 8. 6· τὰς τῶν προτέρων δόξας ὁ αὐτ. περὶ Ψυχ. 1. 2, 1. σ. τοὺς ἐκτὸς τῆς πολιτείας, περιλαμβάνω εἰς τοὺς ἔχοντας δικαίωμα ἐκλογῆς, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 4, 7. ― Παθ., προσκαλοῦμαι, Ἀντικλείδης παρ’ Ἀθην. 157F· σ. ἐπὶ τὰ πράγματα, καλοῦμαι νὰ δώσω γνώμην, Διον. Ἁλ. 7. 55.

French (Bailly abrégé)

recevoir ou prendre en outre ensemble.
Étymologie: σύν, παραλαμβάνω.

English (Strong)

from σύν and παραλαμβάνω; to take along in company: take with.

English (Thayer)

(T WH συνπαραλαμβάνω (cf. σύν, II. at the end)); 2nd aorist συμπαρελαβον; to take along together with (Plato, Aristotle, Plutarch, others); in the N. T. to take with one as a companion: τινα, Galatians 2:1.

Greek Monolingual

Α παραλαμβάνω
1. παίρνω κάποιον μαζί μου, κυρίως ως μέτοχο ή συνεργό
2. λαμβάνω υπ' όψιν κάτι ακόμη, συνυπολογίζω
3. περιλαμβάνω ή αποδέχομαι κάποιον ακόμη σε ένα όλο («ἅτερος συμπαρέλαβε τοὺς ἐκτὸς τῆς πολιτείας ὡς ἐπηρεασθεὶς», Αριστοτ.)
4. παθ. συμπαραλαμβάνομαι
α) προσκαλούμαι κάπου
β) (ειδικά) προσκαλούμαι κάπου προκειμένου να πω τη γνώμη μου σχετικά με ένα σοβαρό ζήτημα
γ) καλούμαι για βοήθεια
δ) εμπλέκομαι τυχαία σε κάτι.

Greek Monotonic

συμπαραλαμβάνω: μέλ. -λήψομαι, παίρνω κάποιον μαζί μου, προσλαμβάνω κάποιον ως βοηθό, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

συμπαραλαμβάνω: 1) забирать с собой (τινά Plat.): σ. τινά ἐν τῇ ζητήσει κοινωνόν Plat. делать кого-л. соучастником (своих) поисков;
2) приобщать, включать, присоединять (σ. τοὺς ἐκτὸς τῆς πολιτείας Arst.);
3) принимать во внимание, учитывать (τὰς τῶν προτέρων δόξας Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-παραλαμβάνω erbij nemen, eraan toevoegen:. ἐάν τις αὐτὸ ἐν τῇ ζητήσει κοινωνόν συμπαραλαμβάνῃ als iemand dat (nl. gezond verstand) als partner bij zijn onderzoek betrekt Plat. Phaed. 65a.